Ο δρόμος για το Παλαιό Τρίκερι, αυτό το μικρό, άγνωστο σε πολλούς νησάκι του Παγασητικού, είναι μακρύς και ώρες-ώρες νομίζεις πως δεν έχει τελειωμό.
Ξεκινώντας από την Αθήνα με αυτοκίνητο, αφήνεις πίσω τον Βόλο, την Άφησσο, το Χόρτο, τη Μηλίνα και τους λοιπούς παραθεριστικούς οικισμούς και μετά τη Μαύρη Πέτρα ρίχνεις μαύρη πέτρα στον πολιτισμό και οδηγείς για αρκετά χιλιόμετρα σε έναν υπέροχο παραθαλάσσιο δρόμο, όπου δεν συναντάς απολύτως τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε καντίνα, ούτε τίποτα. Ούτε καν κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο.
Έπειτα από περίπου 400 χιλιόμετρα φτάνεις στο Τρίκερι, ένα πηλιορείτικο χωριό με αέρα νησιώτικο, χτισμένο σε πλαγιά, και κατηφορίζεις για την παραλιακή τοποθεσία Αλογοπόρος. Εκεί υπάρχει μία ταβέρνα (μπορεί και δύο, δεν θυμάμαι καλά), ένα υπαίθριο πάρκινγκ και ένας μικρός μόλος.
Θα εγκαταλείψεις το αμάξι (στο νησί δεν κυκλοφορεί κανένα όχημα) και θα πάρεις το μικρό καΐκι που θα σε περάσει απέναντι. Δεν θα χρειαστεί πάνω από ένα τέταρτο θαλάσσιας πορείας για να περάσεις το στενό σημείο που χωρίζει το μικρονήσι από τη μητρική γη.
Ταξίδι στην παλιά πόλη του Ταλίν
Στο Παλαιό Τρίκερι –Κικύνηθος είναι η αρχαία ονομασία του– φτάσαμε πρώτη φορά λίγες μέρες πριν από κάποιον Δεκαπενταύγουστο, χωρίς να έχουμε κλείσει δωμάτιο. Είχαμε όμως φροντίσει να επιβεβαιώσουμε το γεγονός ότι υπάρχει ένα υπέροχο μοναστήρι, το οποίο θα μπορούσε να μας φιλοξενήσει.
Το τοπίο που αντικρίσαμε όταν πατήσαμε στο νησάκι θύμιζε φιόρδ. Απομονωμένο μεν, αλλά περιτριγυρισμένο από τα βουνά της Ρούμελης, του Πηλίου και τις κορφές της Εύβοιας και το πράσινο που κατεβαίνει από τις πλαγιές σχεδόν μέχρι το νερό της θάλασσας, στοιχεία που ενέτειναν το εφέ της λιμνοθάλασσας.
Η μοναδική χώρα που εκπέμπει λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα απο όλο τον κόσμο
Το νησί είναι πολύ μικρό. Τόσο μικρό, που μέσα σε 2-3 ώρες πεζοπορίας, ανάμεσα στα ελαιόδεντρα και στους μυρωδάτους θάμνους, το έχεις γυρίσει ολόκληρο. Επίσης, είναι εντελώς επίπεδο. Η ψηλότερη κορυφή του είναι 129 μέτρα, εκεί όπου βρίσκεται το Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας.
Απ’ έξω μοιάζει με φρούριο, είναι απίστευτα επιβλητικό και σχεδόν παράταιρο με το τοπίο, αφού το νησί είναι σχεδόν ακατοίκητο (δεν ξέρω τον ακριβή αριθμό, αλλά ελάχιστοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοί του). Έχει περιποιημένη πλακόστρωτη αυλή με πολλές όμορφες γλάστρες και ίσκιο για να ξαποστάσεις. Χτίστηκε το 1825-1837 για χάρη της Παναγίας.
Παλιότερα, στα 100 κελιά του μοναστηριού, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, φιλοξενήθηκαν εξέχουσες προσωπικότητες, προσκεκλημένοι ενός θρυλικού Αυστριακού που έζησε στην περιοχή, του Αλφόνς Χοχάουζερ. Ο θρύλος λέει πως εδώ φιλοξενήθηκε και η Γκρέτα Γκάρμπο.
Λίγα χρόνια πριν, από το 1948 μέχρι το 1953, το Μοναστήρι ζούσε μαύρες μέρες. Λέγεται ότι από κει έχουν περάσει πάνω από 5.000 γυναίκες-πολιτικοί εξόριστοι. Αριστερές, διωγμένες για τα πολιτικά τους φρονήματα ή αυτά των μελών της οικογένειάς τους.
Γυναίκες όλων των ηλικιών, κοριτσάκια, έφηβες, μητέρες με τα παιδιά τους, μέχρι μεγάλες γυναίκες. Αγρότισσες, μορφωμένες, επώνυμες και ανώνυμες. Παιδιά γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν εδώ, κορίτσια πείνασαν. Άλλες έσπασαν, άλλες άντεξαν. Δίδαξαν γλώσσα, θέατρο, μαθηματικά, ζωγραφική στους ντόπιους, έφτιαξαν εργαστήρια και παρήγαγαν ό,τι μπορούσαν και είχαν ανάγκη.
Σήμερα, ελάχιστα κελιά είναι σε λειτουργία, όμως είναι πάντα αρκετά, μια και οι επισκέπτες του νησιού είναι συνήθως λιγοστοί. Το καλοκαίρι που το επισκεφθήκαμε υπήρχαν άλλες δύο οικογένειες όλες κι όλες: Γάλλοι και Γερμανοί.
Το δωμάτιο που μας έλαχε καμία σχέση δεν είχε με κελί. Ευρύχωρο δίκλινο, με τζάκι(!) και ένα τεράστιο παράθυρο που κοίταζε προς κάποιο μονοπάτι. Πέντε ευρώ την ημέρα το άτομο. Τέλειο, ε;
Η μέρα στο νησάκι κυλάει αναγκαστικά σε πολύ χαλαρούς ρυθμούς. Πρωινό στην πάντα δροσερή αυλή του μοναστηριού, πεζοπορία και μπάνιο σε κρυστάλλινα, πεντακάθαρα νερά. Τη μια μέρα στην Πράσινη Άμμο, την άλλη στην Αφέτκα ή στην παραλία της Αγίας Σοφίας. Δεν έχεις και πολλές επιλογές, αλλά δεν σε νοιάζει.
8 καλοκαιρινά φεστιβάλ των ελληνικών νησιών
Το απόγευμα αργά ο δρόμος είναι μονόδρομος για το λιμανάκι και ο μόνος τρόπος για να γευτείς τις νοστιμιές του νησιού, έναν συνδυασμό πηλιορείτικης και βολιώτικης κουζίνας, είναι να ακολουθήσεις την εξής απλή συνταγή: παραγγέλνεις τσίπουρο με μεζέ.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που ένα σφηνάκι τσίπουρο φτάνει στο τραπέζι, έρχεται μαζί κι ένας διαφορετικός μεζές, η ποσότητα του οποίου καμία σχέση δεν έχει με αυτήν του μεζέ που έχουμε συνηθίσει στην Αθήνα.
Τα πιάτα φτάνουν ξέχειλα και δεν σε αφήνουν να μεθύσεις. Επίσης, έχει και την πλάκα του, διότι κάθε καινούργιος μεζές είναι και μια έκπληξη που σου φυλάει ο σερβιτόρος. Χταποδάκι κρασάτο, σαλάχι στον ατμό, τσιτσίραυλα ξιδάτα, φούσκες και άλλα άγρια όστρακα που βγαίνουν από τα καΐκια που είναι δεμένα ακριβώς δίπλα στο τραπεζάκι σου.
Πέρασε από το μυαλό μου να μη γράψω γι’ αυτό το «μυστικό» νησί. Όμως δεν φοβάμαι, διότι ξέρω πως πολλοί θα διαβάσουν για το Τρίκερι και θα ενθουσιαστούν, αλλά λίγοι θα φτάσουν μέχρι εκεί. Τα χιλιόμετρα είναι πολλά, οι ανέσεις λίγες και οι παραλίες καθόλου αμμουδερές (εκτός από μία). Όμως είναι η δική μου κουκκίδα στο Αιγαίο που σημαίνει ακόμα καλοκαίρι.
πηγή: lifo.gr