Το μαγευτικό οδοιπορικό στα πιο απομονωμένα και φτωχικά σπλάχνα της Ιταλίας, στα ελληνόφωνα χωριά της Σικελίας όπου οι άνθρωποι μιλούν μια αρχαία δωρική γλώσσα, τα γκρεκάνικα, και σύσσωμοι καρδιοχτυπούν για να μη σβήσει η Μεγάλη Ελλάδα, είναι κάτι παραπάνω από συγκινητικό, αφού παντού υπάρχουν ζωντανές οι μνήμες από τη Μεγάλη Ελλάδα.
«Καλώς ήρτετε»: Με αυτή την φράση στα χείλη και με χαρούμενα πρόσωπα υποδέχονται οι ντόπιοι τους επισκέπτες σε μια Ελλάδα που η καρδιά της χτυπά έξω από τα δικά της όρια. Η Ελληνόφωνη Καλαβρία σαν τραγούδι φερμένο μέσα από τους αιώνες, ταξιδεμένο στις θάλασσες της Μεσογείου επιβιώνει χάρη στους κατοίκους της.
Τον 8ο αιώνα π.Χ. ξεκίνησαν όλα
Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα όταν Έλληνες άποικοι εγκαταστάθηκαν στα ανατολικά παράλια της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, χαρίζοντας σε αυτό το ελληνικό τμήμα το όνομα Μεγάλη Ελλάδα. Στην Καλαβρία ιδρύθηκαν και ήκμασαν σημαντικές ελληνικές αποικίες, όπως το Ρήγιο από τους Χαλκιδείς το 715 π.Χ., το οποίο αργότερα κατοίκησαν Μεσσήνιοι πρόσφυγες. Οι Λοκροί ιδρύθηκαν από Δωριείς της Λοκρίδας το 673 π.Χ. και πήραν το προσωνύμιο Επιζεφύριοι από το ακρωτήριο Ζεφύριο.
Οι πόλεις Κρότων και Σύβαρις, από τα πιο πλούσια κράτη της Ιταλίας, ιδρύθηκαν από μετανάστες Αχαιούς τον 8ο αι. π.Χ. και έπαιξαν σημαντικό πολιτιστικό και εμπορικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Από τον 6ο αι. μ.Χ. και μετά εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Βυζαντινοί στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι, καθώς ο στρατηγός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Βελισάριος, το 535 μ.Χ. αποβιβάστηκε στη Σικελία και απελευθέρωσε το νησί και την Καλαβρία από τους Γότθους.
Αιγάδες Νήσοι: Πέντε απομονωμένα, γεμάτα ιστορία νησιά έτοιμα να αφήσουν το στίγμα τους!
Αργότερα επικάθισαν στην Καλαβρία Έλληνες της Καρχηδόνας μετά την κατάληψη της Αφρικής από τους Αραβες, Ελληνες της Σικελίας μετά την κατάληψη του νησιού από τους Αραβες το 823 μ.Χ. και εικονολάτρες από τις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες κατά την εικονομαχία (726-843 μ.Χ.) οι οποίοι και ίδρυσαν ερημητήρια και μοναστήρια σε όλη την περιοχή.
Η Καλαβρία υπήρξε για τους Βυζαντινούς ένα σημαντικό οχυρό προς τη Δύση για την αναχαίτιση των βαρβάρων. Η ακμή της τοποθετείται τον 9ο έως και τον 11ο αι. μ.Χ. οπότε κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς, έγινε Δουκάτο και εκδιώχθηκαν οι Βυζαντινοί. Τον 12ο αι. μ.Χ. έληξε η βυζαντινή κυριαρχία στην Κάτω Ιταλία και παρά τις ξένες κυριαρχίες οι κάτοικοι διατήρησαν την ελληνικότητά τους, τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους.
Οι μεταναστεύσεις πληθυσμών στην Κάτω Ιταλία συνεχίστηκαν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η Ελληνόφωνη περιοχή της Καλαβρίας τον 16ο αι. μ.Χ. απλωνόταν σε όλη τη Νότια Ιταλία. Σήμερα περιορίζεται στην οροσειρά του Ασπρομόντε και αποτελείται από τα ελληνόφωνα χωριά Αμεντολέα, Βούα, Γιαλός του Βούα, Βουνί, Ροχούδι, Γκαλιτσανό, Κοντοφούρι, Χωρίο Βουνί, Χωρίο Ροχούδι.
Οι λιγοστοί κάτοικοι των χωριών, γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειονότητά τους, διατηρούν τη γκρεκάνικη γλώσσα, ήθη και έθιμα από την παράδοση που κληρονόμησαν και κυρίως τη μουσική και τα τραγούδια αιώνων που σμιλεύτηκαν στη συνείδησή τους. Δηλώνουν Ελληνες, είναι περήφανοι για την καταγωγή τους, ορθώνουν το ανάστημά τους μέσα στα βουβά σοκάκια της απομόνωσης και ανάβουν κεριά για να υποδηλώσουν την ελληνικότητά τους. Είναι η τρανταχτή και μοναδική πια απόδειξη πως εκεί χτυπά ακόμα μια καρδιά ελληνική.
Οδοιπορικό στα χωριά της Μεγάλης Ελλάδας
Το Ρήγιο
Είναι μια πόλη που απλώνεται πλάι στη θάλασσα και ανακαλεί αρχαίες μνήμες του αποικισμού της Μεγάλης Ελλάδας. Τα νεοκλασικά της κτίρια διαφόρων αρχιτεκτονικών επιρροών και η βόλτα κατά μήκος της παραλίας με τα φοινικόδεντρα ανοίγουν εκστασιακά τη ματιά. Οι κάτοικοι καλοντυμένοι και φιλόξενοι κρατούν τις ελληνικές συνήθειες των κερασμάτων, οπότε εύκολα ο ένας καφές διαδέχεται τον άλλον. Το Ρήγιο αποτελεί ξεκάθαρα μια γη ελληνική που ζητά ανάσα από τη μητέρα Ελλάδα για να ελευθερώσει τον πολιτισμό, την κουλτούρα και την ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας.
Οι αρχέτυπες μνήμες οδηγούν το ταξίδι μας στις ψηλές κορυφές τις Καλαβρίας. Ο δρόμος είναι γεμάτος μαιανδρισμούς. Πάνω στις σχισμάδες των βουνών σε υψόμετρο 900-1.000 μέτρων απελευθερώνονται τα είδωλα και οι ζωές των ελληνόφωνων χωριών, που βιώνουν το ίδιο φως, την ίδια βροχή και τον ίδιο άνεμο αιώνες τώρα.
Η Bova Marina (Γιαλός του Βούα)
Είναι μια παραλιακή κωμόπολη όπου βρήκαν καταφύγιο οι κάτοικοι της ορεινής Bova, οι οποίοι φροντίζουν και διατηρούν σαν κερί αναστάσιμο την πολιτιστική και γλωσσική τους κληρονομιά. Εκεί μάλιστα, βρίσκεται το Κέντρο Ελληνόφωνων Σπουδών, όπου διδάσκονται τα γκρεκάνικα, μια μικρή λαογραφική συλλογή και η Βιβλιοθήκη με πολλά ελληνικά βιβλία.
Σε ένα παλιό μοναστήρι της Bova Marina συναντήσαμε παιδιά με ελληνική καταγωγή κάνουν πρόβα για μια θεατρική παράσταση και εύχονται να τους επισκέπτονται πιο συχνά Έλληνες, να μην τους ξεχνούν. Στο εστιατόριο «Μεσόγειος» τρατάρουν οι ντόπιοι τις λιχουδιές της περιοχής, αλλά και πολλά ελληνικά εδέσματα, όπως σουβλάκι και τζατζίκι. Μάλιστα, η ιδιοκτήτρια ζυμώνει τις μακαρούνες, με αλεύρι, νερό, γάλα κι αβγά, διατηρώντας τη γαστρονομία της περιοχής.
Οι μακαρούνες ήταν το φτωχικό πιάτο των παππούδων και εξακολουθεί να είναι κυρίως πιάτο και σήμερα. Επίσης το εστιατόριο σερβίρει την «παρμετζάνα». Ένα ακόμα πιάτο του τόπου, με σπανάκι, τριμμένο ψωμί τηγανισμένα σε λάδι και στολισμένο με παρμετζάνα. Οι γεύσεις του τόπου ευτυχώς διατηρούνται κι ας σερβίρονται παρέα με ένα ποτήρι γκράπα.
Το Αmendolea (Αμεντολέα)
Είναι χτισμένο στη θέση της αρχαίας Περίπολης. Η εγκατάλειψη «φωνάζει», καθώς μόνο οι φροντισμένοι ναοί και κυρίως εκείνος της Αγίας Αικατερίνης με το διώροφο καμπαναριό, δείχνουν σημάδια ζωής. Η νέα Αμεντολέα είναι κτισμένη πλάι στην παλιά και κατοικείται από μερικές εκατοντάδες ανθρώπους που παλεύουν να ζήσουν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Το Roghudi (Ροχούδι)
Δίπλα στον ποταμό Αμεντολέα, και η απόλυτη εγκατάλειψη μας πληγώνει. Οι πλημμύρες και οι κατολισθήσεις ανάγκασαν τους κατοίκους να φύγουν και να ιδρύσουν το νέο Ροχούδι. Περπατώντας στα στενά σοκάκια, βλέπουμε δείγματα υψηλής αρχιτεκτονικής αλλοτινών καιρών, αλλά τα πάντα είναι πλέον βουβά. Μόνο ένας τσοπάνος φυλά το χωριό με τα λιγοστά του πρόβατα.
Το Rocca di Trago (Ρόκα ντι Τράγο)
Πήρε το όνομά του από έναν τεράστιο βράχο σε σχήμα τράγου. Θαρρείς πως είναι σμιλευμένο πάνω στον βράχο ενώ οι γύρω εντυπωσιακοί βράχινοι σχηματισμοί δίνουν μια απερίγραπτη ομορφιά στο τοπίο. Οι δασοφύλακες της περιοχής κερνάνε τους περαστικούς σε μια καλύβα από πέτρα και ξύλο καφέ και γκράπα δίπλα στο τζάκι και λένε ιστορίες για τη μοναχική ζωή που επέλεξαν, γιατί δεν είχαν καμία διέξοδο, ενώ σκαλίζουν ξύλινες κουτάλες για να σπάσουν τις μοναχικές και κουρασμένες κουβέντες τους.
H Βοva (Μπούα)
Το χωριό των 500 κατοίκων εντυπωσικάζει, ειδικά με το επιβλητικό του κάστρο, σε υψόμετρο 800 μέτρων. Η θέα στο Ιόνιο είναι θαυμαστή, όπως και ο καθεδρικός ναός, αλλά την παράσταση κλέβει ο κόσμος που μιλά γκρεκάνικα στην πλατεία με το παλιό τρένο.Στα λαβυρινθώδη στενά σοκάκια της με τα λιτά παλιά σπίτια, αλλά και τα ανακαινισμένα, καιροφυλακτούν ανθρώπινες φιγούρες. Στο ψηλότερο σημείο του χωριού βρίσκεται η «σπηλιά της αγάπης», όπου οι νεαροί ακόμα και σήμερα δίνουν τα ραντεβού τους.
Στην παραλία Pasquale μοναχικοί ψαράδες προσπαθούν να πετύχουν μια καλή ψαριά και στην όμορφη αμμουδερή παραλία της Brancaleone (Μπρανκαλεόνε), όπου βρίσκει καταφύγιο η χελώνα καρέτα καρέτα, θα θαυμάσετε ένα μεγάλο βυζαντινό παλαιοχριστιανικό μνημείο, την εκκλησιά της Αγίας Μαρίας Tridetti που αναστηλώνεται.
Το Palizzi (Παλίτζι)
Ένα χωριό απίστευτης ομορφιάς, όπου ξεχωρίζουν το κάστρο και τα ανθισμένα σοκάκια του όπου οι κάτοικοι κάνουν τη βόλτα τους και πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους. Τα παλιά σπίτια είναι ανακαινισμένα και στολίζονται από λουλούδια ενώ η εκκλησιά με τον κυκλικό υπερυψωμένο τρούλο τραβά τα βλέμματα.
Το Galliciano (Γκαλιτσανό)
Είναι σκαρφαλωμένο σαν αετοφωλιά στις βουνοκορφές της Καλαβρίας και επί χιλιάδες χρόνια θεωρείται «η Ακρόπολη της Μεγάλης Ελλάδας». Έτσι την αποκαλούν οι κάτοικοι που μιλούν τα γκρεκάνικα και διατηρούν την ελληνική παράδοση, τη μαγειρική, τα ήθη και τα έθιμα των παππούδων τους. Κάποιες υπερήλικες φιγούρες στον δρόμο, ανάμεσα στα ερειπωμένα κτίρια σκαλίζουν ακόμα περίτεχνα το ξύλο και φτιάχνουν σκούπες. Τα φτωχά σπλάχνα της γης δίνουν λιγοστούς καρπούς κι οι άνθρωποι παλεύουν για την επιβίωση.
Η ορθόδοξη εκκλησιά, η Παναγία της Ελλάδας, είναι κόσμημα του χωριού, όπου μια φορά τον μήνα η λειτουργία γίνεται ορθόδοξα. Πλάι στην εικόνα της Παναγιάς πάντα είναι τοποθετημένα λιγοστά λουλούδια και σημειώματα με τα ονόματα των κατοίκων.
Η γκρεκάνικη ντοπιολαλιά
Πινακίδες, ευχές, συζητήσεις, λέξεις και φράσεις γκρεκάνικες που μοιάζουν να ξεπετάγονται από τους στίχους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Από τον μικρότερο έως τον γεροντότερο, σε τούτα τα μέρη, οι άνθρωποι μιλούν και τραγουδούν την γκρεκάνικη γλώσσα, προσπαθώντας να μείνουν συνδεδεμένοι αιώνια με την ελληνική καταγωγή τους. Η ελληνική γλώσσα της Καλαβρίας επιβιώνει αιώνες ολόκληρους στα δύσβατα χωριά του Ασπρομόντε και οι φωνές των ανθρώπων που επιμένουν ελληνικά μοιάζουν να αγωνίζονται για τη διατήρηση της κοινής μας γλώσσας.
Τα γκρεκάνικα είναι μια αρχαία διάλεκτος με ιταλικές προσμείξεις. Η διάλεκτος αυτή είναι μετεξέλιξη της αρχαίας δωρικής διαλέκτου και διατηρεί ομηρικές λέξεις. H γλώσσα ήταν ισχυρή και αντιστάθηκε στην ιταλική, και ακόμη και όσες ιταλικές λέξεις εισχώρησαν σε αυτήν, φόρεσαν… ελληνικό χιτώνα.
Οι γεροντότεροι κάτοικοι της Ελληνόφωνης Καλαβρίας μιλούν τα γκρεκάνικα στην καθημερινότητά τους. Οι μακρινοί αυτοί απόγονοι των πρώτων Ελλήνων μεταναστών αρνούνται να μιλήσουν ιταλικά και ωθούν τους νέους να διδάσκονται τα γκρεκάνικα. Μάχονται να διατηρήσουν τη γλώσσα γιατί με τον λόγο τους κρατούν ζωντανή την ελληνική τους ταυτότητα και αντιπαλεύονται εκείνους τους λίγους ντόπιους που ακόμα και σήμερα θεωρούν τα γκρεκάνικα κατώτερη γλώσσα, τη γλώσσα των φτωχών βοσκών.
Η γκρεκάνικη γλώσσα αργοσβήνει σήμερα, ωστόσο υπάρχουν κάποιοι περήφανοι Eλληνες που αρνούνται να υποταχτούν στις επιταγές των καιρών και διδάσκουν στα σπίτια και στη Bιβλιοθήκη της Bova Marina και των άλλων χωριών τα γκρεκάνικα. Δάσκαλοι και μαθητές κρατάνε ζωντανή σε λευκό χαρτί τη γλώσσα αιώνων. Τα τραγούδια έχουν ιδιαίτερη θέση στο μάθημα, καθώς το κάνουν πιο ευχάριστο και εύκολο. Παράλληλα είναι ίσως και ένας φόρος τιμής αφού χάρη στα τραγούδια η γλώσσα μεταφέρθηκε στους αιώνες.
Το ελληνικό Αγκριτζέντο
Γνωστή ως μία από τις μεγαλύτερες κληρονομιές της αρχαίας Ελλάδας, η πόλη Αγκριτζέντο βρίσκεται στη νότια ακτή της Σικελίας και φημίζεται για τους αρχαιοελληνικούς ναούς, που χρονολογούνται στον έκτο αιώνα π.Χ. Ο Ναός του Ηρακλή, της Ήρας, του Κάστορα & του Πολυδεύκη αλλά και ο Ναός της Ομόνοιας που θυμίζει Ακρόπολη, είναι μερικά μόνο από τα μνημεία που… φωνάζουν Ελλάδα.
Ναοί αφιερωμένοι στον Ήφαιστο, τον Ηρακλή και τον Ασκληπιό έχουν -επίσης- βρεθεί στην ιερή περιοχή, η οποία περιλαμβάνει κι ένα ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης (παλαιότερα γνωστός ως ο Ναός του Κάστορα και του Πολυδεύκη).
Επιπλέον, στην περιοχή μπορεί κανείς να εντοπίσει κι αρκετά δείγματα της Eλληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, όπως και στην Πλάκα. Αλλά και ένα προ-Ελληνικό σπήλαιο ιερό κοντά σε ένα ναό της Δήμητρας, πάνω από το οποίο χτίστηκε η εκκλησία του San Biagio.
Αν και ένα μεγάλο μέρος της σημερινής Αγκριτζέντο θυμίζει σύγχρονο αστικό κέντρο, μολαταύτα η πόλη εξακολουθεί να διατηρεί μια σειρά από μεσαιωνικά και μπαρόκ κτίρια. Αυτά περιλαμβάνουν έναν καθεδρικό ναό του 14ου αιώνα και την εκκλησία του 13ου αιώνα της Santa Maria dei Greci ( “Παναγίας των Ελλήνων»), που στέκεται στη θέση ενός αρχαίου ελληνικού ναού (εξ ου και το όνομα). Η πόλη διαθέτει κι ένα αξιοσημείωτο αρχαιολογικό μουσείο με σπουδαία ευρήματα από την αρχαία πόλη.
Παραλία της… Μήλου στην Ιταλία
Σε κοντινή απόσταση, θα συναντήσετε τη Scala dei Turchi (“Σκάλα των Τούρκων”), μια βραχώδη παραλία, που θυμίζει αρκετά το Σαρακήνικο της Μήλου!
Η παραλία πήρε το όνομά της από Τούρκους που είχαν χρησιμοποιήσει την παραλία του Realmonte ως καταφύγιο. Από το 2007 έχει ενταχθεί στον κατάλογο της UNESCO, με τα φυσικά Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Δείτε επίσης στο travelstyle.gr: