Πώς είναι η ζωή μέσα στο κάστρο; Πώς είναι να αποτελείς μέρος ενός σκηνικού όπου χιλιάδες άνθρωποι έχουν ζήσει τα πιο ρομαντικά σαββατοκύριακα της ζωής τους; «Ονειρο» απαντά το μόνιμο πλήρωμα του «πέτρινου καραβιού» που ζει μέσα στο παραμύθι.
Οι ίδιες εικόνες μοιάζει να αλλάζουν ανάλογα με την εποχή ή την ώρα της ημέρας (θέα απ’ την Ανω Πόλη)
«Να απολαμβάνω την ηρεμία. Να κοιτάω τη θάλασσα από το πιο ωραίο μπαλκόνι του κάστρου. Να νιώθω την ενέργεια και το βάρος της ιστορίας στα πέτρινα ντουβάρια που με περιβάλλουν. Να ακούω τη νύχτα, στον ύπνο μου, το κύμα να χτυπά στο θαλασσινό τείχος, να νιώθω τον βράχο να σείεται. Τίποτα άλλο δε θέλω».
Σε πείθει, έτσι δεν είναι; Ο Βασίλης Αρδάμης είναι ένας από τους 10-15 ανθρώπους που κατοικεί μόνιμα στη μεσαιωνική καστροπολιτεία. Δεν είναι από εδώ, απλά κάποια στιγμή το ευχήθηκε. Και η ευχή έπιασε. Ενα από τα ομορφότερα σπίτια του βράχου και το ιστορικότερο, το κυβερνείο των Ενετών και διοικητήριο των Τούρκων, είναι δικό του, και το δωμάτιο που λέγεται ότι φιλοξένησε δύο αυτοκράτορες του Βυζαντίου είναι σήμερα η κάμαρά του.
Το τρίστρατο που σε υποδέχεται στο Κάστρο. Το παραμύθι ξεκινά
Αρκετά ψηλότερα, σε ένα άλλο προνομιακό οίκημα που μετρά αιώνες ζωής, η Isabelle κι ο Χρήστος Γιάννου αγναντεύουν τη θάλασσα. Ως χειρουργός του Ερυθρού Σταυρού με παρουσία στα μεγαλύτερα πολεμικά μέτωπα, επέλεξε τη Μονεμβασιά ώστε να περνά τις ειρηνικές μέρες του κι η Isabelle άλλο που δεν ήθελε.
«Την ερωτευτήκαμε αμέσως. Την ώρα δε που κουβεντιάζαμε για το σπίτι είδαμε την πανσέληνο να βγαίνει μέσα από τη θάλασσα. Αυτό ήταν. Ο Χρήστος με σκούνταγε κάτω από το τραπέζι και μου ‘λεγε μέσα απ’ τα δόντια ‘’πρέπει να το πάρουμε’’! Δεν είχαμε πλέον κανέναν ενδοιασμό!» λέει η Isabelle και καταλήγει: «Η ιστορία και η ομορφιά της σου κόβουν την ανάσα. Η Μονεμβασιά είναι έμπνευση». Σωστά, ολόκληρο Ρίτσο γέννησε.
Η ευχή έπιασε και ο κ. Αρδάμης εγκαστάθηκε στον μαγικό βράχο
Ολοι μιλούν για την καστροπολιτεία σαν να εξιστορούν το χρονικό ενός μεγάλου έρωτα. Ερωτας και Μονεμβασιά άλλωστε πάνε χέρι χέρι τα τελευταία χρόνια: «Το 90% των επισκεπτών είναι ζευγάρια. Σύμφωνα με την παράδοση μάλιστα οι γάμοι μέσα στο κάστρο στεριώνουν. Ετσι, κάθε Σάββατο γάμο έχουμε! Στον ξενώνα δε, έχω καταγράψει εκατοντάδες προτάσεις γάμου», μας λέει ο κ. Αρδάμης.
Ο τουρισμός άρχισε να αναπτύσσεται στη Μονεμβασιά μετά το ‘80. Μέχρι τότε την είχαν ανακαλύψει λίγοι, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, κυρίως. «Για μένα ό,τι έγινε η Μονεμβασιά, τουριστικά, το χρωστά στην κυρα-Ματούλα, στη δυναμική και τη φροντίδα της προς το κάστρο και στον θρυλικό κόκορα με χυλοπίτες βέβαια που έφτιαχνε στο ταβερνάκι της!
Παραμυθένια η καστροπολιτεία
Οσο για τα ερωτευμένα ζευγάρια, βρήκαν το τέλειο, ονειρικό σκηνικό» συμπληρώνει. Στην πραγματικότητα, βέβαια, στη Μονεμβασιά, δεν χρειάζεται να έχεις ταίρι για να ερωτευτείς.
Οι παλιοί και οι νέοι
Ο μπαρμπα-Μήτσος, η κυρα-Φανή και η κυρία Ντίνα μετρούν καμιά ενενηνταριά Μάηδες ο καθένας και είναι οι παλαιότεροι κάτοικοι της καστροπολιτείας. Σαν παλιοί καπετάνιοι δεν εγκαταλείπουν το «πέτρινο καράβι», μα παραδίδουν τον αόρατο οίακα στους νεότερους που εγκαθίστανται χρόνο με τον χρόνο στο «Γιβραλτάρ της Ανατολής».
«Κάποτε το κάστρο έσφυζε από ζωή. Γινόταν εδώ μέσα χαμός, δεν ήταν μνημείο. Μαγαζιά, κόσμος, δημόσιες υπηρεσίες, καΐκια από κάτω. Μετά τον πόλεμο ρημάξαμε. Ο κόσμος δεν το ξέρει. Βλέπει τη Μονοβάσια τα Σαββατοκύριακα, που γίνεται το σώσε και νομίζει ότι έτσι είναι πάντα. Τις καθημερινές όμως, τους χειμώνες, ψυχή δεν κυκλοφορούσε», μας λέει ο κ. Μήτσος Γιαννούκος, ο μοναχογιός της Μονεμβάσιας, όπως συστήνεται.
Είναι ο γηραιότερος και «ο μόνος γνήσιος! Ο μόνος που γεννήθηκε εδώ, δεν έφυγε ποτέ και ζει ακόμα εδώ» και περιμένει με λαχτάρα παιδιού να κάψει τον Ιούδα του το Πάσχα. «Η απόφαση τού να ζήσεις στο κάστρο είναι εύκολη και ρομαντική, μετά αρχίζουν τα δύσκολα» θα μας πει η Ρένα που ακολούθησε τον σύντροφό της Γιάννη στη γενέτειρά του: «Το κάστρο ήταν η προϋπόθεση για να φύγω από την Αθήνα. Δεν θα πήγαινα πουθενά αλλού».
Αρκετά χρόνια μετά και με δύο παιδιά πλέον, «η ζωή εδώ δεν είναι εύκολη κι ας μοιάζει. Οι μεταφορές, το παρκάρισμα, η θέρμανση, ακόμη και η έλλειψη σήματος στο κινητό, όταν είσαι γονιός, είναι προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά θεωρώ τα παιδιά μου προνομιούχα. Μεγαλώνουν σε έναν μαγικό τόπο».
Το τείχος μοιάζει να συγκρατεί τα σπίτια μη σκορπίσουν στο πέλαγος
Η Μονεμβασιά άρχισε να κατοικείται και πάλι για τα καλά. Το κάστρο που ποθήθηκε και πολιορκήθηκε πολλάκις, από Φράγκους, Ενετούς, Τούρκους και ερωτευμένους, κατακτάται τώρα από εποίκους. Ούτε τεράστιος ξενώνας είναι, ούτε μουσείο, ούτε σκηνικό.
Τι θα πει μόνιμος κάτοικος;
Πώς ειναι να ζεις μέσα σ’ ένα μνημείο; Σ’ έναν αρχαιολογικό χώρο που απαγορεύει τόσα και υπαγορεύει άλλα τόσα; Το οικιστικό θαύμα, φτιαγμένο από πωρόλιθο και ντόπια πέτρα, διατηρήθηκε επί σειρά αιώνων, δεν το χρωστά όμως μόνο στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ο Δημήτρης Σπυριδάκος μας έδειξε τη Μονεμβασιά από τη θάλασσα
«Απαγορεύσεις υπάρχουν αλλά δεν είναι αυτές που μας κάνουν να φροντίζουμε για τη σωστή οικοδόμηση του κάστρου. Νοιάζει κι εμάς η ομορφιά και διατήρησή του», μας λέει ο Γιάννης Χαραμής, ο εργολάβος που κοντά 50 χρόνια τώρα ηγείται των εργασιών αναστήλωσης, συνεργαζόμενος με τους αρχιτέκτονες Αλέξανδρο και Χάρις Καλλιγά.
Οι επίμονες αντρικές φωνές και το χτύπημα της πέτρας θα τον τραβήξουν λίγο μακρύτερα. Το συνεργείο σπαζοκεφαλιάζει πάνω από τα αγκωνάρια. «Το δυσκολότερο πράγμα είναι οι θόλοι, οι καμάρες. Αλλά πρέπει να γίνουν, έτσι ήταν τα σπίτια. Σκέψου ότι για να πάρεις άδεια πρέπει να καταθέσεις τα παλιά σχέδια του σπιτιού ή φωτογραφίες, αν υπάρχουν, ειδάλλως να κάνεις πλήρη αποτύπωση των ερειπίων και σχέδιο βάσει της αρχιτεκτονικής του κάστρου. Και βέβαια να περιμένεις…».
Γιάννης Χαραμής, ο εργολάβος που έχει συνδέσει το όνομά του με τον τόπο
Οι περισσότερες αναστηλώσεις αφορούν ξενώνες ή σπίτια ανθρώπων που πηγαινοέρχονται, δεν είναι μόνιμων κατοίκων. «Τι σημαίνει μόνιμος κάτοικος; Να ξημερώνεις κάπου 365 ημέρες τον χρόνο; Μόνιμος κάτοικος είναι αυτός που ζει κάπου 6 μήνεςκαι 1 μέρα τον χρόνο λέω εγώ!» μας είχε βάλει προηγουμένως τον γρίφο ο κ. Αρδάμης κι αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι εννοούσε.
Γύρω στα 150 σπίτια αναστηλωμένα και κατοικήσιμα, από τα οποία τα 40 περίπου ανήκουν σε ξενώνες. 100 οικογένειες πάνε κι έρχονται στον βράχο κι αν τους ρωτήσεις, εδώ θα σου πουν ότι μένουν. Ξενοδόχοι, εστιάτορες, καλλιτέχνες, αρχαιολόγοι, εργάτες, εργαζόμενοι, Ελληνες κι αλλοδαποί. Μια ολόκληρη κοινότητα που όχι μόνο δίνει παλμό στο κάστρο αλλά αιμοδοτεί την ευρύτερη περιοχή.
Κατηφορίζουμε στο κεντρικό καλντερίμι, την οδό Γιάννη Ρίτσου, που ανέκαθεν ήταν ο εμπορικός δρόμος της καστροπολιτείας όπου βρίσκονταν τα καπηλειά της περίφημης Μαλβάζιας. Είναι καθημερινή και τα μαγαζιά είναι όλα ανοιχτά. «Η Μονεμβασιά πλέον έχει κίνηση κάθε μέρα. Δεν είναι μόνο για τους επισκέπτες. Οι ντόπιοι από τη Γέφυρα και τα χωριά στο κάστρο έρχονται για καφέ», θα μας πει η Γιώτα Χαραμή και θα κεράσει καφεδάκι.
Φτάνουμε στην πλατεία. Το κανόνι στοχεύει ακόμη τη θάλασσα, οι τουρίστες απολαμβάνουν ακόμη τον ήλιο στο πεζούλι, η μικρή αρχαιολογική συλλογή εκθέτει ακόμη τα λιγοστά αλλά αξιόλογα ευρήματα στο ιστορικό κτίριο, όμως στον ναό του Ελκόμενου Χριστού υπάρχουν αλλαγές.
Η εικόνα της Σταύρωσης του 14ου αιώνα που εκλάπη πριν από 32 χρόνια επέστρεψε έπειτα από μάχες των Μονεμβασιωτών, στη βάση της. Ο δράστης είχε εντοπιστεί άμεσα, εντούτοις η εικόνα, λόγω της σπουδαιότητάς της (θεωρείται από τις μεγαλύτερες και ωραιότερες της Παλαιολόγειας Αναγέννησης), φυλασσόταν στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. «Καταφέραμε να κάνουμε ό,τι μας ζητήθηκε για την ασφάλειά της και τελικά την πήραμε», μας λέει ο παπα-Κώστας, τον οποίο όλοι υποδεικνύουν, μαζί με τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης, ως πρωτοστάτη του εγχειρήματος.
Το κύμα γλείφει τα τείχη και το Πορτέλο, τη θαλασσινή πύλη
Η κυκλική διαδρομή μέχρι τα ανατολικά τείχη κι από εκεί παράλληλα με το θαλασσινό πίσω στο κέντρο, μας φέρνει μπροστά σε απλωμένες μπουγάδες, φροντισμένα μπαλκονάκια αλλά και ερειπωμένα κτίρια και σπουδαίους ναούς. 40 εκκλησίες λέγεται ότι έχει η Μονεμβασιά ωστόσο γύρω στις 24 έχουν καταγραφεί επίσημα.
Καταλήγουμε στη κατάλευκη Χρυσαφίτισσα στη Μεγάλη Τάπια με την απίθανη ατμόσφαιρα και βγαίνουμε στο Πορτέλο, τη θαλασσινή πύλη. Το κύμα κάνει επίθεση. Είναι το μοναδικό που το τολμά. «Ολοι οι λαοί που πόθησαν τη Μονεμβασιά ήξεραν ότι δεν μπορούν να την κατακτήσουν παρά μόνο με αποκλεισμό. Είχε μία μόνο έμβαση, γι΄ αυτό και ονομάστηκε έτσι. Από το Πορτέλο γινόταν κάποτε η διακίνηση των εμπορευμάτων όταν η Μονεμβασιά ήταν εμπορικό κέντρο, σήμερα εδώ κολυμπούν οι επισκέπτες», μας είχε πει νωρίτερα ο κ. Δημήτρης Σπυριδάκος, πρόεδρος του συλλόγου αλιέων, χαρίζοντάς μας μια υπέροχη βόλτα με το καΐκι του.
Κι άλλοι καστροφύλακες!
Ο καιρός είναι αγριεμένος, ούτε βάρκες ούτε λουόμενοι πλησιάζουν την πύλη. Μουσκίδι από το κύμα του σορόκου θα αναζητήσουμε καταφύγιο στο ταβερνάκι της κυρα-Μάγδας, της Μυτιληνιάς που ήρθε πριν από 40 χρόνια στο Κάστρο με την αδερφή της Μαριάνθη. Παίζει μπιρίμπα με τη φιλενάδα της Τούλα και σιχτιρίζει τους πολιτικούς και τις γάτες που προσπαθούν να τρυπώσουν στο μαγαζί (κι ας ταΐζει 40 στόματα!).
Εχει κέφια. Εβαψε τις καρέκλες της το πρωί και πέτυχαν, πέτυχαν και τα σαΐτια της… Εξω, στο καλντερίμι, η μουσική έχει δυναμώσει. Το μπαράκι της Γιώτας έχει γεμίσει. Η ουρά των παρκαρισμένων αυτοκινήτων στη γέφυρα πλησιάζει τα 100 μέτρα. Το κάστρο είναι πράγματι το στέκι της ευρύτερης περιοχής.
Κλεισμένοι στο κάστρο
«Η αρχιτεκτονική, η αισθητική, η αίσθηση ότι είσαι αποκλεισμένος, από χώρο και χρόνο. Ανοίγεις την πόρτα και βλέπεις τα άλογα να περνούν μεταφέροντας υλικά, για παράδειγμα. Αλλη ζωή», λέει η Δανάη Γιαννίση, χορεύτρια και αρχαιολόγος, που από παιδί ονειρευόταν να ζήσει εδώ.
Μαζί με τον ντόπιο φίλο της Γιώργο Δέμελο εγκαταστάθηκαν στο κάστρο μόλις πριν από λίγους μήνες: «Η Δανάη μού άσκησε βέτο: Αν είναι να ζήσουμε στη Μονεμβασιά μόνο στο κάστρο θα μείνουμε»! Το αγαπημένο τους σημείο εκτός από τον φάρο και τα τείχη είναι η Ανω Πόλη: «Η θέα, η αίσθηση της ελευθερίας, η ηρεμία μάς ανεβάζουν εκεί συνέχεια»
Ανεβαίνουμε κι εμείς τις «βόλτες», το πέτρινο καλντερίμι που οδηγεί στην Ανω Πόλη. Πορεία και θέα μάς κόβουν την ανάσα. Τα αγριεμένα χόρτα σβήνουν τα βήματα και θεριεύουν γύρω απ’ τα διάσπαρτα ερείπια. Τίποτα δε θυμίζει την πάλαι ποτέ αριστοκρατική συνοικία της Μονεμβασιάς. Εκτός ίσως από την Αγία Σοφία, τον σπουδαίο ναό που στέκεται 300 μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Ανω Πόλη, σε νυχτερινή λήψη, διάρκειας μίας ώρας
Νύχτα θα φτάσουμε στον ξενώνα του Αρδάμη βαδίζοντας στα υποφωτισμένα καλντερίμια, σίγουροι πως από κάπου θα εμφανιστούν άλογα και ιππότες. Οι θρύλοι της Μονεμβασιάς καλά κρατούν… Η Δέσποινα είναι ακόμη ξύπνια. Καθόμαστε στη μεγάλη τραπεζαρία, το τζάκι τριζοβολά. «Δεν θα βάλω άλλο ξύλο, άνοιξε ο καιρός», θα πει.
Πράγματι, ο καιρός έχει γλυκάνει. Το ακρωτήρι Καμήλα διαγράφεται στον Νότο κι η αναλαμπή του φαναριού φτάνει αχνή ως εδώ. Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει ένα ελαφρύ αεράκι που μοσχοβολά νυχτολούλουδο και θάλασσα. Ξέρουμε πως ως μόνιμος κάτοικος δεν ζει το ίδιο όνειρο με τους επισκέπτες. Κάτι τέτοιες στιγμές όμως μάλλον θυμάται τους λόγους του αυτοεγκλεισμού της στο κάστρο. «Αυτό είναι που λέμε ζωή σαν παραμύθι;» τη ρωτάμε. «Αυτό ακριβώς».
Πηγή: www.thetravwelbook.gr