Έχει πάρει τρία αστέρια Μισελέν, έχει βραβευτεί ως o top σεφ στον κόσμο και το εστιατόριό του όχι μόνο έχει πάρει διθυραμβικά σχόλια από τους καλύτερους κριτικούς, αλλά και έχει ψηφιστεί ως το καλύτερο στον κόσμο.
Μπορεί διαβάζοντας όλα αυτά να νομίζει κάποιος πως ο Μάσιμο Μποτούρα έχει όλα όσα ήθελε ποτέ στη ζωή του, αλλά η αλήθεια είναι πως ο σεφ έγινε διάσημος σε όλον τον κόσμο μόλις λίγες μέρες πριν κλείσει το εστιατόριό του στη Μόντενα της Ιταλίας επειδή δεν πατούσε ψυχή.
Το μεράκι του στην κουζίνα ξεκίνησε από μικρό παιδί, όταν ως ο μικρότερος της οικογένειας κρυβόταν κάτω από το τραπέζι της κουζίνας για να μην το πειράζουν τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Η κρυψώνα αυτή ήταν και ο λόγος που αγάπησε τη μαγειρική, μιας και από εκεί μπορούσε να βλέπει ανενόχλητος τη γιαγιά του να πλάθει, να γεμίζει και να ψήνει τα γνωστά σε όλους μας τορτελίνια.
Από τα τορτελίνια της γιαγιάς μέχρι το σάντουιτς της μαμάς με τη μορταδέλα για το σχολείο, ο Μποτούρα έχει χαρακτηριστεί ο Ιταλός ποιητής της κουζίνας.
Έχοντας απεριόριστη αγάπη για τις ιταλικές παραδοσιακές συνταγές, ο Μάσιμο Μποτούρα δεν ταξίδεψε όλον τον κόσμο (για να εμπνευστεί), δεν μαγείρεψε για τα πιο διάσημα εστιατόρια της Ιταλίας και δεν έπινε κρασί με διάσημους σεφ συζητώντας περί υψηλής γαστρονομίας. Ο Μποτούρα ήθελε μόνο να «μιλάει» μέσα από τα πιάτα του, πράγμα που προς στιγμήν αποδείχθηκε αρκετά «επικίνδυνο».
Μετά τις σπουδές του στη Νομική, ο Μάσιμο άκουσε κατά τύχη για την πώληση ενός εστιατορίου στη Μόντενα και έτσι αποφάσισε να κάνει το πρώτο του ντεμπούτο στη μαγειρική, αγοράζοντας τον χώρο και ανοίγοντας το μαγαζί Trattoria del Campazzo.
Συνδυάζοντας την τοπική ιταλική μαγειρική με την κλασική γαλλική εκπαίδευση, ο Μάσιμο κατάλαβε γρήγορα πως χρειαζόταν ένα ταξίδι στην πόλη των μεγάλων ευκαιριών.
Πήγε στη Νέα Υόρκη, δούλεψε σε μία ιταλική καφετέρια στο Σόχο και εκεί γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του Λάρα Γκλίμορ, η οποία τότε έφτιαχνε καπουτσίνο στο ίδιο μαγαζί.
Ο Μάσιμο όμως δεν «στέριωσε» ούτε εκεί, καθώς μία μεγάλη πρόταση να δουλέψει στο Μόντε Κάρλο δίπλα στον ξακουστό μάγειρα Αλέν Ντουκάς ήταν αυτή που τον έκανε να εγκαταλείψει τη Λάρα και τη Νέα Υόρκη και να πάει εκεί.
Εικόνες που σοκάρουν: Εγκαταλελειμμένο το «παλάτι της μόδας» του Λάκη Γαβαλά αξίας 32.000.000 ευρώ!
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν ήταν όπως τα είχε φανταστεί, η ζωή χωρίς τη σύντροφό του και την πατρίδα του ήταν πιο δύσκολη απ’ όσο περίμενε, με αποτέλεσμα να πάρει το μεγάλο ρίσκο… Επέστρεψε το 1995 στη Μόντενα μαζί με τη Λάρα και άνοιξε το Osteria Francescana στο κέντρο της πόλης.
Το μενού του όμως ήταν εντελώς ακαταλαβίστικο για τους Ιταλούς, ιταλικό μεν, τρομερά εκμοντερνισμένο δε. Οι περισσότεροι που το επισκέπτονταν δεν μπορούσαν να διανοηθούν πως είχαν μπροστά τους ένα πιάτο με όλα κι όλα 6 ραβιόλια ή ένα απλό σάντουιτς με μορταδέλα.
Το μενού του Μποτούρα δεν τρωγόταν (από κανέναν) κυριολεκτικά, καθώς ελάχιστοι πατούσαν στο μαγαζί του, με αποτέλεσμα ο ίδιος να πάρει την απόφαση να μαγειρέψει για ακόμη έναν μήνα και μετά να κλείσει το εστιατόριο, έχοντας καταλάβει την αποτυχία του.
Το νέο καινοτόμο project της Αθήνας: Breakfast in Athens…
Ο διάσημος συγγραφέας και κριτικός Ρομπέρο Περόνε ήταν ο άνθρωπος που τον πρόλαβε πριν κλείσει. Οπως ανέφερε ο σεφ, ο Περόνε έκανε μία στάση στην πόλη του και αποφάσισε να τσιμπήσει στο εστιατόριο του Μάσιμο, με αποτέλεσμα να εκπλαγεί τόσο πολύ, ώστε να φροντίσει να μάθουν όλοι οι Ιταλοί για το μαγαζί του και συνεπώς και όλος ο κόσμος.
Σήμερα, ο Μάσιμο έχει πάρει 55 βραβεία και έχει περάσει από όλες τις θέσεις της 5άδας των καλύτερων εστιατορίων του κόσμου, έχοντας φτάσει στην 1η θέση το 2016. Ο σεφ έχει ανοίξει ακόμη δύο εστιατόρια, ένα πάλι στη Μόντενα και ένα στην Τουρκία, έχει γράψει βιβλία και φυσικά έχει γυρίσει πολλά ντοκιμαντέρ λέγοντας την ιστορία του. Επίσης, θεωρείται ο top σεφ στην Ιταλία, καθώς έχει πάρει και τον τιμητικό τίτλο του πρέσβη του Ιταλικού Φαγητού.
Πηγή: iefimerida.gr