Οι αποβάθρες των εκτελέσεων, στο Λονδίνο, ήταν χώρος εκτελέσεων πειρατών και λαθρεμπόρων επί, τουλάχιστον, 400 χρόνια. Μπορεί σήμερα να μην χρησιμοποιούνται, οι αγχόνες , όμως, παραμένουν για να θυμίζουν την περίοδο που, για παραδειγματισμό, τα σώματα των κακοποιών καλύπτονταν με πίσσα και τα άφηναν κρεμασμένα σε δημόσια θέα. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από απλές σκαλωσιές, που βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού Τάμεση. Το βρετανικό ναυαρχείο, είχε την κύρια εξουσία και λάμβανε τις καταδικαστικές αποφάσεις: από πράξεις ανταρσίας, μέχρι την βίαιη καταπάτηση των χωρικών υδάτων από πειρατές. Οι επιτελείς αποφάσιζαν ακόμα και για τον τρόπο με τον οποίο θα κρεμούσαν τους καταδικασθέντες. Οι σεσημασμένοι κακοποιοί είχαν την χειρότερη μοίρα. Άλειφαν τα σώματα τους με πίσσα και τα κρεμούσαν σε κοινή θέα. Τις σορούς τις άφηναν στο σημείο ακόμη και δεκαετίες, ανάλογα με το έγκλημα που είχαν διαπράξει. Αρχικά τους μετέφεραν στις φυλακές Μάρσαλσι ή Νιουγκέιτ. Την ημέρα της εκτέλεσης τους πήγαιναν στο σημείο όπου είχαν στηθεί οι αγχόνες.
Τις περισσότερες φορές, επέτρεπαν και στις οικογένειες των μελλοθάνατων να είναι παρούσες. Μέχρι όμως να φτάσουν στις αποβάθρες, διαπομπεύονταν δημόσια. Είχαν μόνο ένα δικαίωμα πριν πεθάνουν. Μπορούσαν να πιουν ένα ποτήρι μπύρα. Εκτός από την πίσσα, ένα ακόμα βασανιστήριο ήταν το κοντό σχοινί. Οι δήμιοι περνούσαν τη θηλιά στο λαιμό του μελλοθάνατου, όταν όμως άνοιγε το δάπεδο από κάτω, το μικρό μήκος του σχοινιού είχε ως αποτέλεσμα να μην πνίγονται ακαριαία, αλλά να πεθαίνουν αργά από ασφυξία. O Κάπταιν Κιντ, είναι αυτός που τιμωρήθηκε πιο σκληρά μέσα στα 400 χρόνια. Καταδικάστηκε σε θάνατο για πειρατεία. Τον άλειψαν με πίσσα και τον άφησαν κρεμασμένο επί 40 χρόνια στο ίδιο σημείο. Οι δυο τελευταίες εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν το 1830. Οι ναυτικοί Τζορτζ Ντέιβις και Γουίλιαμ Γουάτς, καταδικάστηκαν για την δολοφονία ενός καπετάνιου….