Πάνε καιρός από τότε που επέστρεψα από την Ινδία και δεν έχει κατακαθίσει ακόμα ο κουρνιαχτός από το βομβαρδισμό εντυπώσεων που δέχθηκα σε αυτή τη μοναδική χώρα. Όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό, έπρεπε να αφεθώ σε μια «παραληρηματική» γραφή, για να δώσω μια ακριβή εικόνα. Όμως, θα προσπαθήσω να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά.
Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι, αναφερόμενοι στην Ινδία, δεν μιλάμε για μια χώρα αλλά για μια «ήπειρο», άλλωστε μαζί με το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές αποτελούν τη λεγόμενη ινδική υποήπειρο. Δεκάδες εθνότητες, γλώσσες και θρησκείες συνθέτουν το πολύχρωμο παζλ, τα κομμάτια του οποίου μοιάζουν να μη χωρούν στην ίδια τους τη χώρα.
Κάτι άλλο που οφείλω να ξεκαθαρίσω είναι ότι ένα ταξίδι στην Ινδία δεν ταιριάζει σε όλους. Όποιος θέλει χαλάρωση, ξεκούραση και τα τοιαύτα ας κατευθυνθεί προς τις Σεϋχέλλες, τις Μαλδίβες ή οπουδήποτε αλλού. Αυτή η χώρα είναι απαιτητική. Αξιώνει από τον επισκέπτη της σεβασμό, ξεβόλεμα, υπομονή, ανεκτικότητα, τεντωμένες κεραίες, εν ολίγοις, βίωση και όχι παρατήρηση. Μα, πάνω απ’ όλα, απαιτεί γερό στομάχι, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
ΑΠΟΤΟΜΟΣ ΕΓΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η πρώτη μέρα στο Δελχί (το Νέο) υπήρξε αποκαλυπτική ως προς το τι θα επακολουθούσε. Από τη μία πλευρά, η καλοσχεδιασμένη ρυμοτομία και τα απέραντα πάρκα στις «καλές» γειτονιές, και από την άλλη, άνθρωποι που κοιμούνται σε πεζοδρόμια πλάτους μισού μέτρου με το χέρι απλωμένο στο δρόμο, βορά στο τιμόνι κάποιου αφηρημένου οδηγού.
Όσο προχωρά η μέρα, ο συνδυασμός ζέστης και υγρασίας γίνεται ανυπόφορος (βέβαια, βρέθηκα στη χώρα τη χειρότερη δυνατή στιγμή, την εποχή των μουσώνων). Το τελειωτικό χτύπημα το δέχεσαι, όταν δεις το πεζοδρόμιο, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την κεντρική λαχαναγορά, την Όκλα μάρκετ, να βρίθει ανθρωπίνων περιττωμάτων. Τότε αρχίζει να επαναστατεί το δέρμα σου και να ζητά απεγνωσμένα σαπούνι. Όταν ρώτησα έναν εξέχοντα παράγοντα του ινδικού τουρισμού, γιατί δεν κάνει κάτι η Πολιτεία για να αποτρέψει τους ανθρώπους να κάνουν όπου βρουν την ανάγκη τους, μου απάντησε ότι, αν ήταν διαφορετική η κατάσταση, δεν θα μιλούσαμε για την Ινδία αλλά για κάποια άλλη χώρα. Δεκτόν!
Παρά ταύτα, μια βόλτα στην πλευρά της πόλης που δεν αναφέρεται στους τουριστικούς οδηγούς σε αφήνει εξαντλημένο. Τα μάτια σου πονάνε από τον καταιγισμό χρωμάτων, η μύτη σου πάει να σπάσει από τις έντονες μυρωδιές, τα αυτιά σου βουίζουν από τον ατέλειωτο σαματά και έχεις ένα σφίξιμο στο στήθος από τις εικόνες εξαθλίωσης, που σε κατακλύζουν. Ξαπλώνεις στο ξενοδοχείο και αναπολείς ελληνικά νησιά και παραλίες του Αιγαίου. Όμως, μην προτρέχεις! Το ταξίδι μόλις έχει αρχίσει.
Για να σε πάρει ο ύπνος, ανοίγεις την τηλεόραση και πέφτεις πάνω στα χλιδάτα σκηνικά του Μπόλιγουντ και στα βιντεοκλίπ με τις θεσπέσιες καλλονές, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι «Μήπως ήρθα σε άλλη χώρα;» Όχι, είμαι στην χώρα που, παρά τα όσα προανέφερα, έχει περισσότερους εκατομμυριούχους από τις ΗΠΑ.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Το πρωί της επόμενης μέρας ξεκίνησα οδικώς για την Τζαϊπούρ. Για να διανύσουμε τα 260 χλμ. που τη χωρίζουν από το Δελχί, χρειάστηκαν 6 ώρες. Ο λόγος; Η κίνηση που, τόσο μέσα στην πρωτεύουσα όσο και στην εθνική οδό, κάνει την Πανεπιστημίου σε ώρα αιχμής να μοιάζει με μοναχικό σοκάκι.
Τρίκυκλα ποδήλατα και μηχανοκίνητα, μυριάδες μηχανάκια, λεωφορεία και υπερφορτωμένα φορτηγά κινούνται δίπλα σε κάρα ζεμένα σε βόδια και καμήλες. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάθε τρεις και λίγο μια αγελάδα επιλέγει να ρίξει έναν υπνάκο καταμεσής του οδοστρώματος και ποιος να τολμήσει να ενοχλήσει το ιερό ζώο;
Ο τρόπος δε που οδηγούν οι Ινδοί, είναι πέραν πάσης περιγραφής. Προτεραιότητα έχει ο πιο θρασύς και όποιος έχει την πιο δυνατή κόρνα. Η χρήση της τελευταίας όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά επιβάλλεται, καθώς όλα τα φορτηγά φέρουν στο πίσω μέρος τους πολύχρωμη επιγραφή «Horn please» (κορνάρετε παρακαλώ)! Υποψιάζομαι, μάλιστα, ότι τα ινδικά αυτοκίνητα πηγαίνουν στο συνεργείο, μόνον όταν χαλάσει αυτό το ζωτικής σημασίας εξάρτημα. Για τις προσπεράσεις, τι να πω; Πιάνεις τον εαυτό σου να σταυροκοπιέται ασυναίσθητα, αλλά, πάνω που έχεις αρχίσει να πιστεύεις ότι αυτή είναι η τελευταία μέρα της ζωής σου, διαπιστώνεις ότι, ως διά μαγείας -χάρη σε μια ανεξήγητη διαστολή του δρόμου ή κάποια μυστήρια καμπύλη του χωροχρόνου;- χωρέσατε και είναι όλοι σώοι και αβλαβείς.
Όταν φτάσεις στην Τζαϊπούρ, η πόλη σού φαίνεται καθαρή και νοικοκυρεμένη -ενώ δεν είναι και τόσο. Αυτό ήταν! Εγκλιματίστηκες, χωρίς, ευτυχώς, να χρειαστεί να εγκληματήσεις.
ΣΤΗ ΡΟΖ ΠΟΛΗ
Η Τζαϊπούρ είναι μία από τις τρεις πιο σημαντικές πόλεις (οι άλλες δύο είναι η Τζοντπούρ ή «Μπλε πόλη» και η Ουνταϊπούρ) του Ρατζαστάν, του πιο ιστορικού κρατιδίου της Ινδίας. Είναι μία από τις πιο όμορφες πόλεις της χώρας και το παλιό, περιτειχισμένο τμήμα της είναι γνωστό ως «Ροζ πόλη». Ολόκληρη η πόλη βάφτηκε ροζ, το χρώμα της φιλοξενίας, το 1876, μετά από διαταγή του μαχαραγιά Ραμ Σινγκ, για να καλωσορίσει τον πρίγκιπα της Ουαλίας και μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδο Ζ΄. Βέβαια, εμένα το χρώμα της μου φάνηκε να φέρνει προς την τερακότα, αλλά αυτό είναι ένα από τα λιγότερο σημαντικά παράδοξα που συνάντησα στην Ινδία.
Η άψογα ρυμοτομημένη παλιά πόλη χαρακτηρίζεται από την αέναη, φρενήρη κίνηση γύρω από τις υπέροχες αγορές της πόλης, το Τζοχάρι και το Τριπόλια Μπαζάρ, όπου μπορείτε να αφήσετε την καταναλωτική σας μανία να ξεσπάσει πάνω σε κοσμήματα, πετράδια, χειροποίητα χαλιά και μοναδικά μεταξωτά.
Εκεί κοντά θα συναντήσετε και ένα από τα εμβληματικά κτήρια της πόλης, το Χάβα Μαχάλ ή «Παλάτι των ανέμων», που χτίστηκε για να επιτρέπει στις συζύγους του μαχαραγιά να παρακολουθούν την κοινωνική ζωή της πόλης, χωρίς να είναι ορατές.
Λίγο πιο κάτω, αξίζει να επισκεφθείτε το Τζάνταρ Μάνταρ, το αστεροσκοπείο που κατασκεύασε ο ιδρυτής και «νονός» της πόλης Τζάι Σινγκ Β΄. Ανάμεσα στα εντυπωσιακά κτίσματα ξεχωρίζει το γιγαντιαίο ηλιακό ρολόι, το οποίο, παρά το ότι κατασκευάστηκε το 1728, εξακολουθεί να μετράει το χρόνο με ακρίβεια δύο δευτερολέπτων.
Δεν είναι δυνατό να βρεθείτε στην Τζαϊπούρ και να μην επισκεφθείτε την παλιά πρωτεύουσα της επαρχίας, την Άμερ, σε απόσταση μόλις 10 χλμ., με το καλοδιατηρημένο μεσαιωνικό κάστρο, που θα σας εντυπωσιάσει με την αρχιτεκτονική του, και τις εντυπωσιακές, για την εποχή που κατασκευάστηκε, τεχνολογικές καινοτομίες. Θα έχετε την ευκαιρία να κάνετε και μια δεκάλεπτη βόλτα με ελέφαντα.
ΟΙ ΚΑΣΤΕΣ
Τις μέρες που παρέμεινα στη Ροζ πόλη, παρατήρησα ότι όλα, σχεδόν, τα σημαντικά μνημεία κατασκευάστηκαν την περίοδο των μουσουλμάνων ηγεμόνων. Άρχισα να παρατηρώ τη ζωή στους δρόμους και τα μαγαζιά και διαπίστωσα ότι οι μουσουλμάνοι, αν και αποτελούν μόλις το 12% του συνολικού πληθυσμού, έχουν δυσανάλογα έντονη παρουσία στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Ακόμα και οι Σιχ, που αποτελούν μόλις το 1,5% του πληθυσμού δίνουν δυναμικό «παρών». Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι οι ινδουιστές, παρ’ ότι αποτελούν το 85% του πληθυσμού, φαίνονται παραγκωνισμένοι. Αυτοί οι ευγενέστατοι και καλοσυνάτοι άνθρωποι φαίνονται να είναι, κατά τα’ άλλα, υπέρ το δέον παθητικοί και μοιρολάτρες. Αφήνουν τη ζωή να τους παρασύρει σαν να ήταν καρυδότσουφλα.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στο σύστημα των καστών, το οποίο αν και, τυπικά, έχει καταργηθεί είναι τόσο βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση του κόσμου, που αποτελεί το βασικότερο σημείο αναφοράς της ινδικής κοινωνίας.
Οι κάστες είναι τάξεις που δεν διαμορφώνονται με κριτήριο την οικονομική επιφάνεια αλλά την καταγωγή. Ανώτερη είναι αυτή των ιερέων και δασκάλων (βραχμάνοι), ακολουθούν οι πολεμιστές (ξατρίγια), οι έμποροι και γεωργοί (βαϊσία), οι υπηρέτες των άνωθι τάξεων (σούντρα) και έσχατοι, πολύ πιο κάτω από τους υπόλοιπους, αυτοί που εξασκούν τα «βρόμικα» επαγγέλματα, οι «άθικτοι».
Το επίθετο άθικτος δεν έχει τη θετική χροιά που έχει στα ελληνικά, καθώς υποδεικνύει τον άνθρωπο που δεν πρέπει να ακουμπήσεις για να μη λερωθείς. Άπαξ και γεννηθείς σε μια κάστα, σε αυτή θα πεθάνεις. Η μόνη ελπίδα που έχουν αυτοί των κατώτερων τάξεων, είναι να διάγουν «ενάρετο» βίο, κάνοντας, όσο το δυνατόν περισσότερες, καλές πράξεις ώστε το μεταφυσικό «βιογραφικό» τους, το κάρμα τους δηλαδή, να έχει θετικό πρόσημο, όταν αποδημήσουν, μήπως και, επιστρέφοντας στην επόμενη ζωή, ανέβουν κάποιο σκαλοπατάκι στην κοινωνική κλίμακα.
Εγώ, πάντως, τέτοια περίπτωση δεν συνάντησα ποτέ μου. Α, να μην ξεχάσω. Το να επαναστατήσεις κόντρα σε αυτό το κατεστημένο, δεν θεωρείται πράξη που βελτιώνει το κάρμα σου.
ΣΤΗ «ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΗ»
Στη διαδρομή για την Άγκρα έκανα μια στάση στη «νεκρή πόλη» Φάτεπουρ Σικρί, η οποία διατηρείται ακριβώς στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν πριν από 300 χρόνια, οπότε και εγκαταλείφθηκε λόγω λειψυδρίας.
Την ημέρα που την επισκέφθηκα λάμβανε χώρα κάποιο μουσουλμανικό πανηγύρι, που γίνεται προς τιμήν ενός σημαντικού αγίου, του Σικ Σαλίμ Τσίστι, στον οποίο είχε καταφύγει ο πιο σημαντικός αυτοκράτορας στην ιστορία της Ινδίας, ο Άκμπαρ, στην προσπάθειά του να αποκτήσει διάδοχο.
Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η πόλη χτίστηκε προς τιμήν του αγίου, όταν οι προσπάθειες του Άκμπαρ ευοδώθηκαν και μάλιστα όχι άπαξ αλλά τρις. Έκτοτε, συρρέουν στον τάφο του Σαλίμ χιλιάδες γυναίκες που δεν μπορούν να αποκτήσουν γιο, κάνοντας τάματα στον άγιο και «δένοντας κόμπο» ότι θα ξαναγυρίσουν. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να αποφύγουν τα, πολλές φορές θανατηφόρα, «ατυχήματα» που προκαλούν στην κουζίνα οι πεθερές, όταν οι νύφες τους δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν τον πολυπόθητο διάδοχο.
ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Φτάνοντας στην Άγκρα, καταλαβαίνεις αμέσως ότι η ζωή της πόλης κινείται γύρω από το Ταζ Μαχάλ, τον σημαντικότερο πόλο έλξης τουριστών στην Ινδία και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα μνημεία σε όλο τον κόσμο.
Το Ταζ Μαχάλ δικαιολογεί απόλυτα τη φήμη του. Είναι το σημαντικότερο ποίημα για την αγάπη παγκοσμίως και μάλιστα τρισδιάστατο. Χτίστηκε από τον μουσουλμάνο αυτοκράτορα Σαχ Τζαχάν, στα μέσα του 17ου αι., ως έκφραση της παντοτινής του αγάπης για τη γυναίκα του, Μουμτάζ Μαχάλ, που πέθανε στη γέννα του δέκατου τέταρτου παιδιού τους…
Η περίτεχνη διακόσμησή του στηρίχθηκε στην τεχνική «πιέτρα ντούρα», στην οποία ειδικοί τεχνίτες λαξεύουν το μάρμαρο τοποθετώντας στις εγκοπές ημιπολύτιμους λίθους, κομμένους και ταιριασμένους με τέτοιο τρόπο που, από μακριά, δίνουν την εντύπωση περίτεχνης ζωγραφιάς.
Ακόμα και ο πιο χοντρόπετσος άνθρωπος θα νιώσει ρίγη συγκίνησης να τον διαπερνούν, αν μείνει να χαζέψει για μερικές ώρες αυτό τον ύμνο στην αγάπη, ειδικά το απόγευμα, όταν ο ήλιος που βασιλεύει το χρωματίζει ροζ και χρυσό. Αν θέλετε να αποφύγετε τις ορδές των τουριστών, μπορείτε να ζητήσετε από τον ξεναγό σας να σας δείξει την πίσω πλευρά του Ταζ Μαχάλ. Σε ένα μέρος άγνωστο στους πολλούς, θα έχετε την ευκαιρία να απολαύσετε (από εδώ η καλύτερη ώρα είναι η ανατολή του ήλιου) τη θαυμαστή συμμετρία του με τα δύο τζαμιά, αριστερά και δεξιά, και την αντανάκλασή του στον ποταμό Γιέμουνα.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ
Οι Ινδοί λένε ότι έχουν τρεις πρωτεύουσες. Το Νέο Δελχί είναι η διοικητική. Η Βομβάη είναι η οικονομική. Το Βαρανάσι, ή Μπενάρες όπως το ονόμαζαν οι Εγγλέζοι, είναι η πνευματική. Αμέσως μόλις πατήσεις το πόδι σου στα στενά της παλιάς πόλης νιώθεις ότι ο τόπος αυτός είναι μοναδικός. Οι ανεξήγητες δονήσεις και η μυστικιστική ατμόσφαιρα που σε περιβάλλει «φλουτάρουν» το φόντο. Μήπως έχουν σημασία οι συντεταγμένες, οι γραμμές που χάραξε το ανθρώπινο χέρι πάνω σε ένα χάρτη; Είσαι στο Βαρανάσι, την ιερή πόλη.
Δίπλα σε απόκοσμες φιγούρες, κυκλοφορούν «δυτικές» κοπελίτσες, που ήρθαν να μάθουν τα μυστικά της γιόγκα και χιλιάδες νεοχίπις, οι οποίοι, με μια κιθάρα στην πλάτη, αναζητούν χασίς και όπιο. Και ύστερα, μέσα σε ένα παράξενο σύννεφο μέθης και παραισθήσεων θα ανέβουν στο μπαλκόνι κάποιας άθλιας πανσιόν -αρκεί να βλέπει στον Γάγγη- και θα ακουστούν νότες ψυχεδελικές, που δεν χωρούν στο πεντάγραμμο.
Μπορεί να εμφανιστεί και κάποιο από τα αυθεντικά «παιδιά των λουλουδιών», όπως ο συγγραφέας και μουσικός Μαρκ Ντιτσκόφσκι, που ξέμεινε στο Βαρανάσι από τη δεκαετία του ’60, να τους ακομπανιάρει με το σιτάρ του.
Στην περιοχή των μουσουλμάνων, στη γειτονιά του μεταξιού θα σε ακολουθήσουν κατά πόδας τα πιο μεγάλα μάτια, τα πιο γλυκά παιδικά μουτράκια που είδες ποτέ. Κάποια από αυτά, ταλαιπωρούν τα επιδέξια χεράκια τους στους αργαλειούς, που υφαίνουν τα περίφημα μεταξωτά του Βαρανάσι, όπως πριν από 500 χρόνια.
ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΠΟΤΑΜΟ
Όλα όσα έχεις ζήσει μέχρι τώρα στην Ινδία, όσο θαυμαστά κι αν είναι, δεν μπορούν να συγκριθούν με την εμπειρία του Γάγγη. Πρέπει να ξυπνήσεις νύχτα και να κατέβεις στο Ντασασουαμέντ Γκατ, πριν να ξημερώσει.
Είναι το κεντρικό Γκατ (κάτι σαν προβλήτα) από όπου θα επιβιβαστείς στη βάρκα, που θα αναλάβει να σε συστήσει με τον Γάγγη. Έχουν αρχίσει να προσέρχονται οι πρώτοι προσκυνητές. Συγκεντρώνονται κάτω από τις ομπρέλες των σαντού αναζητώντας ευλογίες και συμβουλές. Αυτοί που ήρθαν πρώτοι έχουν ήδη βουτήξει στα νερά του μολυσμένου ποταμού για να εξαγνιστούν. Όταν το ανώτατο όριο ασφαλείας, για να κάνεις μπάνιο κάπου, είναι 500 βακτηρίδια ανά 100 ml νερού, εδώ τα βακτηρίδια ανέρχονται σε 1,5 εκατομμύρια (!) Κι όμως, για αυτούς τους ανθρώπους τα νερά του Γάγγη είναι νέκταρ και βάλσαμο μαζί.
Η βάρκα κινείται αντίθετα στο ρεύμα με κατεύθυνση το Άσι Γκατ, το τελευταίο από τα περίπου 80 που υπάρχουν κατά μήκος του ιερού ποταμού. Ο ήλιος ανατέλλει, το φως αλλάζει και χρησιμοποιεί όλη τη χρωματική παλέτα για να ζωγραφίσει τα, αλλοπρόσαλλης αρχιτεκτονικής, κτήρια στις όχθες. Αυτό, όμως, που τραβάει την προσοχή σου είναι οι άνθρωποι που συρρέουν εδώ για να ξεπλύνουν τις αμαρτίες τους. Αποστεωμένοι γέροντες που διαλογίζονται, γυναίκες με πολύχρωμες φορεσιές πιασμένες χέρι χέρι που εκστασιάζονται με τη θεραπευτική δύναμη του ποταμού, νοικοκυρές που πλένουν τα ασημικά τους, ένας πιτσιρικάς που καθαρίζει τα δόντια του με κλαδί από δέντρο νιμ και, πιο δίπλα, μια μητέρα που βουτάει με το μόλις 45 ημερών βρέφος της κι ένας νεαρός άνδρας που προσπαθεί μέσω της μακριάς τούφας μαλλιών, που παίζει το ρόλο μεταφυσικής αντένας, να επιτύχει τη σύνδεση του Άτμαν (το ατομικό «εγώ») με το Βράχμα (το κοσμικό «εγώ»).
ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΓΑΓΓΗ
Επιστρέφοντας, και αφού περάσεις ξανά από το σημείο εκκίνησης, φτάνεις στο ξακουστό Τζαλασάι Γκατ, το κεντρικό σημείο αποτέφρωσης. Μπορείς να κατέβεις σε κάποιο από τα επόμενα Γκατ και να περπατήσεις στα στενά πίσω από το Τζαλασάι. Εκεί, θα δεις πολλούς γέροντες που περιμένουν υπομονετικά να πεθάνουν στο ιερό ποτάμι, για να πετύχουν τη μόκσα, τη λύτρωση, την οριστική απελευθέρωση από τον αέναο κύκλο θανάτου και αναγέννησης. Αυτοί θεωρούνται τυχεροί, καθώς, οι πιο φτωχοί δεν αντέχουν τα έξοδα στον Γάγγη και αποτεφρώνονται στα χωριά τους. Έπειτα, κάποιος συγγενής αναλαμβάνει το καθήκον να μεταφέρει τις στάχτες του εδώ.
Η ατμόσφαιρα στην περιοχή είναι ζοφερή, με την αποπνικτική μυρωδιά της καμένης σάρκας να σου κόβει την ανάσα. Παρακολούθησα από κοντά μια νεκρώσιμη τελετή με το αρχικό πλύσιμο του νεκρού και το άναμμα της πυράς. Το βουβό δράμα των συγγενών (μόνο άνδρες επιτρέπεται να συμμετέχουν) καθιστά τη στιγμή συνταρακτική.
Φεύγοντας από το κρεματόριο, στα σοκάκια όπου συγκεντρώνεται η ξυλεία για τις πυρές, μου εξηγούν ότι η αδικία και οι διακρίσεις δεν σταματούν ούτε τη στιγμή του θανάτου. Πολλές οικογένειες δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν επαρκή ποσότητα ξύλων, με αποτέλεσμα την ατελή καύση των νεκρών. Τα ανθρώπινα μέλη που δεν έχουν καεί, πετάγονται στο ποτάμι και επιπλέουν δίπλα στους προσκυνητές.
Οι στιγμές που πέρασα στον Γάγγη θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό και την ψυχή μου και αμφιβάλλω αν η ζωή μού επιφυλάσσει κάποια συγκλονιστικότερη εμπειρία. Η ζωή όσων έχουν βιώσει αυτή την εμπειρία χωρίζεται πια σε π.Γ (προ Γάγγη) και μ.Γ (μετά Γάγγη).