Πηγαίνοντας προς τον Σχοινιά, στην λεωφόρο του Κάτω Σουλίου, σε απόσταση περίπου 4 χλμ από τον Μαραθώνα, πέφτει το μάτι σου πάνω σε μερικά ερείπια κτιρίων στο χρώμα της ώχρας και του σταχτί ροζ.
Διαβάστε ακόμα: Ένα σιτσιλιάνικο εστιατόριο στον Πειραιά που πρέπει να πάτε
Είναι επιβλητικά κι όμως δεν σε τρομάζουν, δεν είναι παράταιρα μέσα στο τοπίο, είναι αρχοντικά παρόλο που είναι μισογκρεμισμένα, είναι ανθρώπινα, όμορφα και σε καλούν να τα γνωρίσεις.
Πρόκειται για το κτήμα Μπενάκη που σήμερα είναι ιδιοκτησία του Μουσείου Μπενάκη και διαβάζοντας την ιστορία του, μαθαίνουμε και λίγη από την ιστορία της Ελλάδας.
Οι πρώτοι ιδιοκτήτες
Όταν ο Καποδίστριας προσπάθησε να συγκροτήσει κράτος στον ρημαγμένο αυτόν τόπο, την Ελλάδα, εγκατέστησε την διοίκηση αρχικά στην Αίγινα και μετά στο Ναύπλιο. Είχε να ασχοληθεί με πάρα πολλά θέματα και ένα από αυτά ήταν οι κάτοικοι της Αττικής που ήθελαν να γυρίσουν στα σπίτια τους και τις περιουσίες τους. Το πρωτόκολλο όμως έλεγε ρητά πως οι Τούρκοι δεν θα φύγουν από την Αττική αν μέχρι το 1830 δεν πουλήσουν την περιουσία τους.
Δημιουργήθηκε μια μεικτή επιτροπή από Έλληνες και Οθωμανούς, που εξέταζε την νομιμότητα των αγοραπωλησιών.
Έτσι πουλήθηκαν λοιπόν τα κτήματα Σουλίου, Ποιμικού, Τατοίου και Κιούρκων από τον Ομέρ Πασά στον Αλέξανδρο Κατακουζηνό. Έπειτα πέρασε στα χέρια της κόρης του Ελπίδας και στον σύζυγό της Σκαρλάτο Σούτσο.
Ο Σκαρλάτος Σούτσος ήταν μεγαλοιδιοκτήτης στην περιοχή της Αττικής, έχοντας στην κατοχή του χιλιάδες στρέμματα που είχε αγοράσει μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα. Είχε πάνω από 200.000 στρέμματα και τον κατηγόρησαν ότι χρησιμοποιούσε τους ληστές για να προστατεύουν τις εκτάσεις του.
Οι κληρονόμοι του Σούτσου, το 1911, πωλούν το κτήμα στον Εμμανουήλ Μπενάκη, Υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Αγόρασε 30.000 στρέμματα αντί 450.000 δραχμών.
Το 1929 πεθαίνει ο Εμμ. Μπενάκης και το κτήμα περιέρχεται στα παιδιά του. Με συμφωνία που γίνεται μεταξύ τους, κύριος του κτήματος είναι ο Αντώνης Μπενάκης, ο οποίος το 1933 αγοράζει άλλα 220 στρέμματα.
Το 1934 πεθαίνοντας ο Αντώνης Μπενάκης, το κτήμα κληρονομεί ο γιος του Κ. Μπενάκης, σύμφωνα όμως με τη θέληση του πατέρα, μετά το θάνατο του τελευταίου, το 1962, το κτήμα περιήλθε στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1930.
Όταν το κτήμα ήταν στην κυριότητα του Κ. Μπενάκη, αγοράστηκαν το 1938 τα κτήματα των θείων του και το 1961 πουλήθηκε, μέρος της έκτασης στους Λεμπέση, Λουκατζίκο κ.λπ.
Το οικόπεδο του σχολείου του Κ. Σουλίου είναι μια δωρεά του Κ. Μπενάκη όπως και χρηματικές δωρεές είχαν γίνει από τον ίδιο και σε εργαζόμενους στο κτήμα του, με ποσά, καόλου ευκαταφρόνητα για την εποχή. Ο ίδιος ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. του Μουσείου Μπενάκη.
« Ό,τι βλέπει το μάτι σου ήταν του Μπενάκη»
Το κτήμα Μπενάκη ήταν σημείο αναφοράς για τους παλιούς κατοίκους και μάλιστα έλεγαν «ό,τι βλέπει το μάτι σου ήταν του Μπενάκη».
Το κτήμα είχε μεγάλη συμβολή στην επιβίωση μέρους του πληθυσμού της περιοχής σε τραγικές για τη χώρα μας εποχές. Ήταν μια ανάσα ζωής για τους ντόπιους αφού εκεί δούλευαν σαν βοσκοί, εργάτες, οδηγοί μηχανημάτων, οικονόμοι, μάγειροι, επιστάτες κτλ.
Είχε πάντα κίνηση, καλλιέργεια, παραγωγή και φυσικά προσφορά στο κοινωνικό σύνολο.
Μερικοί από τους εργαζομένους έμεναν στο κτήμα στα σπίτια που είχαν κτισθεί για αυτόν τον λόγο.
Η δουλειά ήταν σκληρή, δεν υπήρχε το 8ωρο, ήταν ήλιο με ήλιο, όπως έλεγαν. Μπορεί ο δρόμος να ήταν κουραστικός αλλά γυναίκες και άντρες κατέβαιναν τραγουδώντας τη χίμα – έτσι έλεγαν την ανηφοριά – και ο δρόμος έμοιαζε με πανηγύρι.
Το πρωί παρουσιάζονταν όλοι στην «Μάντρα». Η «Μάντρα» ήταν και είναι ένας ακόμα χώρος πολλών στρεμμάτων, που γύρω είχε στάβλους για τα γελάδια, σπίτια για τους επιστάτες, μύλο για τις ζωοτροφές και παλιότερα – λένε – πως υπήρχε και λιοτρίβι, γιατί το κτήμα είχε και έχει πολλές ελιές.
Το σπίτι
Ο Μπενάκης δεχόταν πολλούς επισκέπτες. Το σπίτι του ήταν απλό, ωραίο, επιβλητικό, κοντά στη λεωφόρο. Μια ωραία σιδερένια αψιδωτή αυλόπορτα και μερικά σκαλιά οδηγούσαν στο επίπεδο που, ήταν το σπίτι. Γύρω μεθυστικές μυρωδιές από αγιόκλημα, γιασεμί και πολλά άλλα ανθισμένα λουλούδια.
Δεξιά μια μεγάλη δεαμενή, που τα μηχανήματα έστελναν το νερό υπόγεια, από το πηγάδι, που ήταν ακριβώς κάτω από τη λεωφόρο. Από εκεί ένα υδραγωγείο, τροφοδοτούσε τις καλλιέργειες με άφθονο νερό.
Ανατολικά βρισκόταν το «Πυργάκι» ένας μικρός πύργος που έβλεπε όλο τον τόπο από ψηλά και το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και Αγίας Κυριακής.
Αντιδιαμετρικά βρίσκεται το σπίτι του Κ. Μπενάκη, που, περνώντας τότε, μοσχοβολούσαν οι άφθονες λουίζες που ήταν γύρω.
Πίσω από το σπίτι ο «ξενώνας» διόροφο μακρύ σπίτι, με πολλά δωμάτια, δίπλα άλλος φούρνος και δωμάτια, για άλλες σπιτικές εργασίες, πλύσιμο κ.λ.π.
Πίσω από αυτά, το σπίτι του διευθυντή και ο περιστερώνας. Άλλοι τον λένε Πύργο, για να ελέγχει το πέλαγος.
Και τούτος ο περίβολος ήταν μεγάλης έκτασης και μόνο μπροστά είχε και έχει τοίχο, πίσω από το πυργάκι, ήταν σπίτια σε μεγάλη έκταση, για τους εργαζόμενους που έμεναν εκεί τα βράδια, έτσι που, αποτελούσαν πάλι ένα μεγάλο ορθογώνιο, με κτίσματα λειτουργικά, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του κτήματος.
Σήμερα όλα αυτά έχουν καταβληθεί, δυστυχώς, από τον χρόνο, όπως και τα σπίτια.