Αποστολή – Κείμενο: Τίτη Βελοπούλου ([email protected])
Πάει πολύ καιρός από τότε που πρωτογνώρισα την Τζια. Να φανταστείτε, την πρώτη φορά που πήγα ήταν µε ιπτάµενο δελφίνι που ξεκινούσε από τον Πειραιά και έκανε στάση στον οικισµό Κούνδουρο, και πιο συγκεκριµένα στον προβλήτα του ξενοδοχείου KeaBeach -σήµερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει. Εκείνο που θυµάµαι έντονα από τότε, ήταν οι ανεµόµυλοι. Στα παιδικά µου µάτια φάνταζαν τόσο κουκλίστικοι και οι ιδιοκτήτες τους τόσο τυχεροί, ώστε χρειάστηκε να περάσουν µήνες για να σταµατήσω να ζητάω από τους γονείς µου να µου φτιάξουν έναν µύλο για να µένω. Θα έχουν περάσει από τότε πάνω από 18 χρόνια. Εκείνη την εποχή για να διανύσει κανείς τα 16 χλµ. χωµατόδροµου που χώριζαν τον παραθαλάσσιο οικισµό από τη Χώρα, την Ιουλίδα, χρειαζόταν πάνω από τρία τέταρτα µέσα από επικίνδυνες στροφές. Σ’ εκείνο το ταξίδι δεν είχα δει κανένα άλλο µέρος στο νησί.
Ποιος να το περίµενε ότι µετά από τόσα χρόνια θα µου ξανασυστηνόταν το… άλλο κοµµάτι του, κι αυτή τη φορά η αφορµή θα ήταν τα Άστρα, στην παραλία Γιαλισκάρι! Το θρυλικό beach bar µπορεί να σταµάτησε τη λειτουργία του πέρυσι το καλοκαίρι, όµως έχει αύρα ακόµα ζωντανή που θυµίζει τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια που περνούσαµε εκεί. Στο νησί της ανεµελιάς, όλοι φτάναµε άγνωστοι την Παρασκευή το απόγευµα και τη Δευτέρα µε το πρώτο πρωινό καράβι -φίλοι πια- ανανεώναµε το ραντεβού µας για το επόµενο Σαββατοκύριακο.
Παρά τις αλλαγές και όλα τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε, η Τζια κατάφερε δεν έχει θυσιαστεί στο βωµό της τουριστικής ανάπτυξης. Από τότε που τη θυµάµαι, ελάχιστα παραµένουν ακόµα και σήµερα τα ξενοδοχεία για τους επισκέπτες, µε τα νέα να θέλουν τον Όµιλο Grace να αποκτά ένα ακόµα µέλος του στο νησί το 2013 και το Kea Beach ναµεταµορφώνεται σε studios και villas, αναβιώνοντας τις δόξες του παρελθόντος. Λίγα είναι, όµως, και τα ταβερνάκια και τα café-bars που ξεχωρίζουν στο νησί. Με σπιτική κουζίνα και συνταγές που φτιάχνονται µε µεράκι, φηµίζονται κυρίως για την προσεγµένη και οικογενειακή τους ατµόσφαιρα και τη φιλική εξυπηρέτηση. Εδώ το «δήθεν» δεν έχει θέση. Στην Τζια µπορείς να φας από αστακοµακαρονάδα και φρέσκο ψάρι, µέχρι τοπικές γεύσεις και µαγειρευτό σπιτικό φαγητό και να πιες από τσιπουράκι µέχρι cucumber martini.
Όσο για τις παραλίες της; Αυτό που για κάποιους είναι το… µελανό της σηµείο, για κάποιον άλλο µπορεί να θεωρηθεί το µεγαλύτερο ατού της. Μην περιµένεις να βρεις τεράστιες οργανωµένες ακτές. Εδώ θα κάνεις ξέγνοιαστες βουτιές σε απάνεµους ερηµικούς κολπίσκους, ακόµα και µόνος -και αν είσαι από τους τυχερούς που έχουν φουσκωτό, θα ανακαλύψεις κάπου ανάµεσα στα άγρια βράχια τη δική σου παρθένα παραλία µε τα πεντακάθαρα γαλάζια νερά. Έτσι είναι!
Η Τζια δεν είναι της ποσότητας αλλά της ποιότητας, κι αυτό το αποδεικνύει σε όλες της τις εκφάνσεις. Με το γραφικό και ταπεινό λιµανάκι της Κορρησίας να σε καλωσορίζει, µια Χώρα κατάλευκη σαν περιστέρι να σε αγκαλιάζει από ψηλά και δεκάδες παραθαλάσσιους οικισµούς να σε τραβούν σαν µαγνήτης τις καυτές µέρες του καλοκαιριού, δεν στερείται επιλογές.
Όσο για τη δική µου αδυναµία, δεν είναι άλλη από το Βουρκάρι. Ό,τι είναι το Φισκάρδο για την Κεφαλονιά και το Κιόνι για την Ιθάκη, θεωρώ πως είναι το µικρό αυτό ψαροχώρι για την Τζια. Ο γραφικός λιλιπούτειος οικισµός δεν είναι καθόλου τυχαίο που έχει καταφέρει να γίνει πόλος έλξης για χιλιάδες σκαφάτους αλλά και επισκέπτες µε υψηλές απαιτήσεις που ξέρουν να εκτιµούν το καλό φαγητό και την ποιοτική διασκέδαση. Για κόσµο που αρέσκεται να βολτάρει σε αυτά τα 250 µ. συνολικής περαντζάδας, να λέει ένα «γεια», να περνάει καλά και, πάνω απ’ όλα, να νιώθει ο εαυτός του!
Πηγή: ICONS TRAVELLERS