Ερμούπολη, διοικητικά, διαχρονικά κι αδιαμφισβήτητα είναι πρωτεύουσα. Ίσως δεν μοιάζει έτσι όταν περνάς από κει με το καράβι πηγαίνοντας σε κάποιο άλλο νησί, και βλέπεις τους δύο λόφους της πλημμυρισμένους με πολύχρωμα σπίτια και πρωινό Κυκλαδίτικο φως. Πρέπει να κατέβεις και να πατήσεις τα πόδια σου στο λιμάνι για να νιώσεις τον θόρυβο.
Η Ερμούπολη κάνει θόρυβο. Ο θόρυβος αυτός είναι γνώριμος σε όποιον έχει ζήσει σε μεγάλες πόλεις. Είναι ο θόρυβος της μητρόπολης και μοιάζει να αντηχεί μια μεγάλη μηχανή, μια μηχανική καρδιά που ζει εδώ και αιώνες κάτω απ’ τα θεμέλια της, στη βιομηχανική πρωτοπορία κι ιστορία της (το 1924 υπήρχαν στη Σύρο 79 εργοστάσια) στις καρδιές των ανθρώπων της και στις συνήθειες τους.
Όπως και στη Χώρα της Άνδρου, υπάρχει κι εδώ ακόμα μια παλιά αριστοκρατία που τυχαίνει να την βλέπεις κοιτώντας αδιάκριτα μέσα σε παράθυρα στα Βαπόρια ή να καταφθάνει για να δει μια όπερα στο Θέατρο Απόλλων. Και να σκεφτεί κανείς πως αυτή η πολυτελής μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου στέκεται πάνω σε ένα κομμάτι βράχο μέσα στην καρδιά των Κυκλάδων, ελάχιστα χιλιόμετρα δίπλα από τη Δήλο. Κάτω από τον γαλάζιο τρούλο του πολιούχου Άγιου Νικόλα του “Πλουσίου” όπως τον λένε, εκεί που ο Καραγάτσης είχε γράψει πως ο ήλιος που μπαίνει απ’ τα παράθυρα “οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου”, τα αρχοντικά παλιά κτήρια κατεβαίνουν ως τα βράχια πάνω από το Αιγαίο. Εκεί βουτάς, στα “Αστέρια”, τα νερά είναι κρυστάλλινα, και, κάπως όπως στο Παλιό Φάληρο στην Αθήνα, έτσι κι εκεί νιώθεις πως η γεωγραφία του τόπου έκανε ένα μυστήριο κολάζ και έφερε την άγρια θάλασσα μέσα στα κατασκευάσματα των ανθρώπων. Κολυμπώντας στα βαθιά νερά στα Αστέρια κολυμπάς πάνω στα μεγάλα παράθυρα των σπιτιών των παλιών αστών, στα ψηλά ταβάνια τους, στους τρούλους των εκκλησιών, στα απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια και στο θόρυβο της σπουδαίας μητρόπολης.
Φεύγοντας από τη βοή της, παίρνεις το δρόμο για την Άνω Σύρα και τον Μεσαίωνα. Η μικρή αυτή πολιτεία, που υπάρχει εκεί από τον 13ο αιώνα κλεισμένη σε τείχη, βλέπει από ψηλά τον χείμαρρο απ’ τα κτήρια που φτάνουν ως το λιμάνι, και πιο πέρα, το Γαϊδουρονήσι, που έχει πάνω του ένα φάρο ύψους 30 μέτρων να φυλάει το πέρασμα. Αυτός είναι ο πιο ψηλός και ο πιο παλιός από τους 120 πέτρινους φάρους του Ελληνικού φαρικού δικτύου. Πίσω στο λιμάνι, στη δυτική του πλευρά, στα ναυπηγεία του Νεωρίου, όλα δουλεύουν σαν νωχελικό ρολόι. Οι εργάτες χτυπάνε κάρτα, φοράνε κράνη, ταΐζουν τις αμέτρητες γάτες και σε χαιρετούν πάντα φιλικά, γιατί η βιομηχανική καρδιά του τόπου έχει παντρευτεί με αιώνες αστικού πολιτισμού και το μελτέμι που καθαρίζει τον αέρα, τα πνευμόνια και τις διαθέσεις. Ποντοπόρα τάνκερ κάνουν την ετήσια συντήρηση τους στις δεξαμενές του ναυπηγείου και παραδίπλα, στα παλιά καρνάγια, υπάρχουν ακόμα σκαριά που φτιάχνονται, με το ξύλο να μυρίζει φρέσκο και να ανακατεύεται με την μυρωδιά της μπογιάς, και ξυλοναυπηγοί, από αυτούς που έβγαζε για γενιές ο τόπος, με μελανιασμένα απ’ τις σφυριές δάχτυλα, τσιγάρο στο χέρι και μολύβι στο αυτί. Στην κεντρική πλατεία της πόλης ο Ερνέστος Τσίλερ σου κλείνει το μάτι, όπως το κλέινει κάθε μέρα, κάθε φορά, σε κάθε κάτοικο της πόλης όταν περνάει μπροστά από το επιβλητικό Δημαρχείο του. Το Δημαρχείο μιλάει για δύναμη. Αυτό και μαζί του όλη η στρατιά των ιστορικών, εκλεκτικών κτηρίων, φωνάζουν, “Η Ερμούπολη είναι η πρωτεύουσα”. Και στη δυτική πλευρά του νησιού, στην Ποσειδωνία που έχει το γοητευτικό παρατσούκλι “Ντελαγκράτσια”, οι πύργοι-εξοχικά σπίτια των πρωτοπόρων της Ελληνικής βιομηχανίας και ναυτιλίας. Σε παρακμή οι περισσότεροι, κι ακόμα πανέμορφοι.
Σ’ αυτή τη μικρή γωνιά των Κυκλάδων η Ευρώπη παντρεύτηκε με τη γη των Κυκλάδων με τον πιο παράδοξο, εκρηκτικό και γόνιμο τρόπο.
Πηγή: http://popaganda.gr