Τα πέτρινα κομψοτεχνήματα στεριώνουν στους κάμπους και στα βουνά της Θεσσαλίας, εκπλήσσουν με την τελειότητά τους και σηκώνουν στις πλάτες τους τον λαϊκό μας πολιτισμό. Φωλιάζουν στα πιο δυσπρόσιτα σημεία της Ελλάδας. Κρέμονται σε χαράδρες, στεφανώνουν τις πιο άγριες όχθες, ορθώνονται πάνω από ορμητικά νερά. Τα πέτρινα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης δαμάζουν τα στοιχεία της φύσης.
Με την αξεπέραστη συμμετρία τους διασφαλίζουν την ανάγκη για επικοινωνία σε μια Ελλάδα ορεινή, δύσβατη, με έντονο γεωμορφολογικό ανάγλυφο που εμπλουτίζεται από πλήθος ποταμών και χειμάρρων. Οι αρχικά πρόχειρες ξύλινες κατασκευές, από τον 16ο αι., μεταμορφώνονται στα μεγαλειώδη έργα τέχνης που εδώ και αιώνες στέκουν αλώβητα, που μαγεύουν με τη γεωμετρία, την αντοχή τους, με την αρτιότητα της κατασκευής.
Τα πετρογέφυρα χτίζονται από συντεχνίες μαστόρων (μπουλούκια), οι οποίες χρησιμοποιούν ως βασικό δομικό υλικό την εκάστοτε πέτρα που αφθονεί στην περιοχή. Ως συνδετικός ‘κρίκος’ λειτουργεί το κουρασάνι, ένα είδος υδατοστεγούς κονιάματος από ασβέστη, νερό, χώμα και κεραμίδι. Κάποιοι το ενισχύουν με ελαφρόπετρα, ξερά χόρτα, τρίχες ζώων και ασπράδια αβγών.
Ωστόσο κανένα γεφύρι δεν είναι ίδιο με το άλλο. Η διαφορά έχει να κάνει με την τοποθεσία και τη δημιουργικότητα του πρωτομάστορα. Μοναδικό κοινό στοιχείο ο τρόπος χτισίματος, που ξεκινά από τις δύο πλευρές και προχωρά προς την κορυφή του, όπου μπαίνει ο τελευταίος λίθος, το ‘κλειδί’.
Και τα χρόνια περνούν, μα είναι αυτά τα μονότοξα, δίτοξα, ή πολύτοξα ακλόνητα στον χρόνο μνημεία που ψάχνει ακόμα ο διαβάτης, τα αθάνατα ημικύκλια που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του τοπίου, που εξαιτίας του δύσκολου έργου που πάντοτε συνόδευε την ανέγερσή τους γεννούν μύθους και εικόνες που εξάπτουν τη φαντασία.
Αλαμάνου, Αγιά: Τα πέτρινα γεφύρια είχαν υψηλό κόστος κατασκευής, γι’ αυτό η χρηματοδότησή τους γινόταν μέσω «συνεργασίας» δύο ή παραπάνω χωριών ή μέσω χορηγίας από μεμονωμένους ευεργέτες. Οταν συνέβαινε το δεύτερο, το σύνηθες ήταν ως ηθική ανταμοιβή το γεφύρι να πάρει το όνομά του. Οπερ και εγένετο με το γεφύρι του Αλαμάνου, που ενώνει την Αγιά με τα παράλια της Λάρισας (στον δρόμο για Σκήτη). Από το 1858 στεριώνει στο Μέγα Ρέμα και θεμελιώθηκε με χρήματα που διέθεσε ο γιατρός Δημήτριος Αλαμάνος εκ Κερκύρας, ο σημαντικότερος ξένος που πέρασε τον 19ο αι. από την Αγιά, καθώς το 1874 ίδρυσε το τοπικό Παρθεναγωγείο με δωρεά 200 λιρών.
Πετρογέφυρο, Πυργετός: Στην έξοδο της κοιλάδας των Τεμπών, λίγα χιλιόμετρα πριν από τις εκβολές του Πηνειού στον Θερμαϊκό, στέκουν τα υπολείμματα του Πετρογέφυρου, ενός εκ των έξι που την εποχή της Τουρκοκρατίας διέσχιζαν την κοίτη του. Χτίστηκε το 1727, ενδεχομένως ήταν ένα από τα μεγαλύτερα του ελλαδικού χώρου (υπολογίζεται πως είχε μήκος 250 μ.) και γεφύρωνε τον Πυργετό με το γειτονικό Ομόλιο. Επονομαζόμενο και ως «γεφύρι του Ομολίου» εμφανίζεται μισοκρυμμένο μες στα χωράφια, κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή, στην πλευρά του Πυργετού. Σώζεται μόνο το ένα τόξο του, ενώ έχουν καταμετρηθεί εννέα δευτερεύοντα.
Παλαιοκαρυάς, Τρίκαλα: Είναι από τις λίγες φορές που κανείς δεν ξέρει τι είναι πιο διάσημο: ο διπλός καταρράκτης ή το γεφύρι; Το ρέμα του Παλαιοκαρίτη (ή της Γκρόπας) ευθύνεται για το εντυπωσιακό 12 μ. υπερθέαμα, που σαν να μην ήταν αρκετό, στην πορεία του σχηματίζει και έναν μικρότερο καταρράκτη ύψους 2 μ. (κι όλα εξαιτίας του μικρού φράγματος που κατασκευάστηκε εκεί το 1975). «Συνοδός» τους, το μονότοξο θαυμαστό οικοδόμημα του 16ου αι., το οποίο εξυπηρετούσε την επικοινωνία μεταξύ Πύλης, Παλαιοκαρυάς και Μεσοχώρας και, που αν και δεν του φαίνεται, έχει μήκος 26 μ., άνοιγμα τόξου 19 μ. και ύψος 10 μ. Μαζί με τη γέφυρα της Πύλης αποτελούν τα λιθόχτιστα μνημεία της κοιλάδας του Πορταϊκού μέσω των οποίων «επικοινωνούσαν» η Θεσσαλία και η Ηπειρος.
Δροσάτου, A. Αργιθέα: Μικρό, μονότοξο, «ανθισμένο» και γερό, στεφανώνει τον Βλασιώτη (παραπόταμο του Αχελώου), ο οποίος κυλάει σε μια από τις πολυάριθμες χαράδρες που σχηματίζονται κάτω από τις θεόρατες κορυφές των θεσσαλικών Αγράφων. Παίρνει επάξια τη θέση του ως ένα από τα πολυάριθμα αριστουργήματα που διευκόλυναν την επικοινωνία στην πιο δύσβατη γωνιά της Ελλάδας, χτίστηκε γύρω στα 1600 και εντοπίζεται στην πλαγιά της Καράβας, 3 χλμ. μετά το Βλάσι, στη διασταύρωση προς Δροσάτο. Το τόξο του πατά με σοφία στο βραχώδες στένωμα, και στη χρυσή εποχή του διασφάλιζε το πέρασμα από την Ανατολική Αργιθέα προς την Ηπειρο (συνέδεε δηλαδή τα ορεινά χωριά της Καρδίτσας με την Αρτα).
Καταφυλλίου, Ν. Αργιθέα: Ή Αυλακίου. Η λαβωμένη, μα σπουδαία τετράτοξη 50 μ. γέφυρα του Καταφυλλίου μπορεί να χρονολογείται από τις αρχές του 20ού αι., αλλά η σημασία της είναι αναμφισβήτητη: πρόκειται για την «ένωση» των Νομών Καρδίτσας, Ευρυτανίας, Αιτωλοακαρνανίας και Αρτας πάνω από τον ορμητικό Αχελώο. Φτιάχτηκε από πελεκητή πέτρα, σχεδιάστηκε από Ιταλό μηχανικό, χτίστηκε από Τζουμερκιώτες μαστόρους και αποτελούσε μέρος του «δρόμου των χειμαδιών» από και προς την Αιτωλοακαρνανία. Εντοπίζεται 7 χλμ. νότια από το Αργύρι, έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο μνημείο και κοντά του υπήρχε η περαταριά (το εναέριο καρούλι) της Μπράβας. Οι πλημμύρες της 1ης Φεβρουαρίου που έπληξαν (και) το γεφύρι της Πλάκας στα Τζουμέρκα προκάλεσαν σημαντικές, μα αναστρέψιμες φθορές.
Κατούνας, Κρανιά: 65 χλμ. από τα Τρίκαλα, πάνω στην οροσειρά της Νότιας Πίνδου και σε υψόμετρο 1.150 μ. ξεπροβάλλει το βλαχοχώρι της Κρανιάς Ασπροποτάμου. Για να το προσεγγίσεις θα περάσεις -όπως και να ‘χει- από τη μονότοξη γέφυρα της Κατούνας στην είσοδό του, η οποία από το 1860, οπότε ανεγέρθηκε, ένωνε τους μαχαλάδες του Αγ. Δημητρίου και της Αγ. Παρασκευής. Το όνομα «Κατούνα» προκύπτει από την ομώνυμη βρύση στην οποία κατέληγε το εν λόγω μονοπάτι, και αποτελεί μία από τις δύο πέτρινες γέφυρες του οικισμού (η δεύτερη του Γκίκα). Γεφυρώνει τον Κρανιώτικο, παραπόταμο του Ασπροποτάμου, που χωρίζει το χωριό στα δύο. Το… ξανανιωμένο γεφύρι, αναπαλαιώθηκε το πρόσφατο 2008.
Ελασσόνας, Λάρισα: Το παλιό τοξωτό έμβλημα της Ελασσόνας στέκει στους πρόποδες του λόφου της Παναγίας της Ολυμπιώτισσας (το έτερο κόσμημα του οικισμού και ένα από τα μεγαλύτερα μοναστηριακά συγκροτήματα του θεσσαλικού χώρου). Κατά μία εκδοχή χτίστηκε το 1286 ώστε να διασφαλίζει τη διάβαση από την ανατολική πλευρά της πόλης προς το Βαρόσι, ενώ κάποιοι θεωρούν πως η εποχή ανέγερσής του βρίσκεται χαμένη κάπου στα μέσα του 17ου αι. Μισοκρύβεται από την τσιμεντένια νέα γέφυρα του Ελασσονίτη και σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων χρειάστηκαν 3.000 αβγά για να φτιαχτεί. Στρωμένο με καλντερίμι και ακουμπισμένο στους εξώστες της παλιάς γειτονιάς, είναι στ’ αλήθεια μία από τις ομορφότερες εικόνες που θα πάρεις μαζί σου από την Ελασσόνα.
Πετρωτού, Δ. Αργιθέα: Η σιδερένια γέφυρα της Συκιάς σηματοδοτεί το 17 μ. τέλειο ημικύκλιο του Πετρωτού που ανοίγει το τόξο του 30 μ. μακριά από την άκρη του δρόμου. Γεφυρώνει τον ειδυλλιακό Πετριλιώτη (παραπόταμο του Αχελώου) και σηματοδοτεί το εξής δίστρατο: βόρεια ανεβαίνεις για το Πετρωτό (όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Αρης Βελουχιώτης) και την Καλή Κώμη, ενώ νότια συνεχίζεις προς Αχελώο, Αρτα και Νότια Αργιθέα. Στα τεφτέρια αναφέρεται και ως «Λιασκοβίτικη καμάρα» -δανειζόμενο την παλιά ονομασία του οικισμού-, έχει ύψος 11 μ., εικασίες το θέλουν χτισμένο τον 13ο αι., ενώ μέρος της αστείρευτης γοητείας του αποτελεί το μεγαλειώδες φαράγγι.
Τσιγγενορέματος,Οθρυς: Μοιάζει σαν να είναι η φυσική συνέχεια της κοίτης του ποταμού. Η Οθρυς, το βουνό των Τιτάνων κατά τη μυθολογία, υψώνεται στη νοτιοδυτική πλευρά της Μαγνησίας και τη χωρίζει από τη Φθιώτιδα. Το μονότοξο, στερεωμένο στους συμπαγείς βράχους γεφύρι στο Τσιγγανόρεμα, είναι ένα από τα ομορφότερα που κρύβει στους κόλπους της, και εντοπίζεται λίγα μέτρα χαμηλότερα από τον κεντρικό δρόμο Κοκκωτών ? Βρύναινας. Συνορεύει δε και με ένα σημαντικό προσκύνημα του τόπου, την ιδρυθείσα στους βυζαντινούς χρόνους Μονή Ανω Ξενιάς, στην οποία φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας. Σύμφωνα με τον ΕΟΣ Αλμυρού, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πέντε χαρτογραφημένα γεφύρια της Οθρυος που ανήκουν στη Μαγνησία
Τριζόλου, Καρυά: Η κουκκίδα στο χάος του Λιασκοβίτικου ρέματος είναι στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο πετρογέφυρο της Θεσσαλίας. Το θεόρατο μονότοξο στεφάνι του Τριζόλου ή Καρυάς έχει άνοιγμα 32 μ. και ύψος 16 μ. και είναι ριζωμένο στα βράχια ενός φαραγγιού των Αγράφων στα πόδια της απομονωμένης Καρυάς (Τριζόλο). Δεν χρειάζεται να το προσεγγίσεις για να το θαυμάσεις καθώς είναι ορατό από τον δρόμο Αγορασιάς ? Πετρωτού ή από το προαύλιο του Αγ. Νικολάου Καρυάς. Αν θες να το δεις κατάματα, θα επιδοθείς σε μία ώρα πεζοπορίας μες στο ποτάμι (όταν δεν έχει νερό), από το μονοπάτι που ξεκινά στο ύψος της Αγορασιάς.
Πηγή: www.msn.com