Η τουριστική μονοκαλλιέργεια της Βενετίας και τα όσα προβλήματα δημιουργεί δεν μειώνουν σε τίποτα τη μοναδική υπέροχη, ομορφότερη πόλη της Δύσης
Οι κάτοικοι και οι άλλοι. Πάνω που είχα αρχίσει να εγκαταλείπω την προσπάθεια για οικονομικό κατάλυμα στη Βενετία, βρέθηκε μια ευκαιρία: διαμερισματάκι τριών επιπέδων, ανακαινισμένο, κέντρο-απόκεντρο δίπλα στο Αρσενάλε, το ιστορικό ναυπηγείο της Βενετίας που είναι σήμερα χώρος της Biennale. Πολύ πιο οικονομικό από τα ξενοδοχεία και κατάλληλο για όλη την παρέα. Το έκλεισα αμέσως. Και αμέσως το μετάνιωσα. Ο πληθυσμός της Βενετίας τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Από τους 150.000 κατοίκους πριν από 50 χρόνια έχει απομείνει περίπου το ένα τρίτο.
Η Βενετία δεν είναι πόλη, είναι έρωτας. Κι ας έχεις ξαναπάει, κι ας έχει πολύ κόσμο, κι ας τραβούν συνέχεια φωτογραφίες (μάτια δεν έχουν οι άνθρωποι;), δεν είναι κλισέ παρά μια μεγάλη αλήθεια ότι η πόλη είναι μοναδική, υπέροχη και πουθενά αλλού δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο.
Η άνοδος των τιμών στέγασης είναι η βασική αιτία. Με 30 εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο κάθε τετραγωνικό εκατοστό κοστίζει χρυσάφι σε μια πόλη όπου η «υψηλή περίοδος» διαρκεί σχεδόν 365 ημέρες το χρόνο.
Σταδιακά εξαφανίζονται πολλά μαγαζιά και επαγγέλματα. Δεν υπάρχουν ξυλουργοί, κλειδαράδες, ταπετσέρηδες στη Βενετία, κανείς δεν φτιάχνει πλέον στρώματα, ούτε επιδιορθώνει παπούτσια, αλλά παντού καταλύματα, μαγαζιά με σουβενίρ made in China και πρόχειρο φαγητό. «Mi no vado via» φωνάζουν κάποιοι μαχητικοί κάτοικοι από το κίνημα gruppo25aprile και κάνουν αντάρτικο ακόμα και με φέιγ-βολάν στις επίσημες πρεμιέρες του θεάτρου Φενίτσε. Ορκισμένος εχθρός τους: τα κρουαζιερόπλοια.
Έξω οι βάνδαλοι από τη λαγκούνα
Πελώρια τέτοια πλοία καταπλέουν ακόμα και σήμερα από το Πόρτο Λίντο στο κανάλι της Τζιουντέκα για να αγκυροβολήσουν κυριολεκτικά μπροστά από την πλατεία του Αγίου Μάρκου, λίγα μέτρα από το παλάτι των Δόγηδων! Η απειλή για το ιδιόμορφο υδάτινο βάθρο της πόλης και το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας με τα 118 νησιά είναι τεράστια, όπως τεράστια είναι και η αισθητική προσβολή σε μια ομορφιά άθικτη επί αιώνες. Όμως τα οικονομικά συμφέροντα είναι πιο ισχυρά.
Μετά από χρόνια έντονης δημόσιας αντιπαράθεσης και παλινωδίες από το νομοθετικο-διοικητικο-δικαστικό σύστημα, αποφασίστηκε πριν λίγο καιρό η απαγόρευση να δένουν εκεί τα κρουαζερόπλοια και μένει τώρα να εφαρμοστεί.
Gentrification
Ο υπερτουρισμός πηγαίνει βέβαια χέρι-χέρι μαζί με την «ανάπλαση», σύμφωνα με τις επιταγές της ανώτερης κοινωνικής και οικονομικής τάξης. Στην περίπτωση της Βενετίας, gentrifying ομάδες είναι οι πολύ πλούσιοι και οι διανοούμενοι που, καλώντας σε υπερτοπικές εκδηλώσεις, πολιτιστικές συναντήσεις κλπ. διαμορφώνουν την «τουριστική μονοκαλλιέργεια» και «κοσμοπολιτική κατανάλωση» της Βενετίας. Η πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά της πόλης ως βασικό στοιχείο ταυτότητας μπαίνει στο περιθώριο διότι οι ελίτ έχουν τη δύναμη να διαμορφώσουν μια νέα εικόνα για την πόλη (περισσότερα εδώ: «Venice reshaped? Tourist gentrification and Sense of Place»).
Ο Φίλιπ Σταρκ, όταν δεν κάνει μοναχικές βόλτες με το ιδωτικό του σκάφος στη βόρεια λαγκούνα, ανακαινίζει με το αναγνωρίσιμο ύφος του τo ιστορικό καφέ Quadri. Ο Πρόεδρος της Μπιενάλε δεν συμπεριφέρεται ως κάτοικος αλλά μένει σε ακριβά ξενοδοχεία και μετακινείται με θαλάσσια ταξί. Η αμερικανίδα συγγραφέας Ντόνα Λεόν, ενώ τοποθετεί τις περιπέτειες του αστυνόμου Μπρουνέτι στη Βενετία, έχει ταυτόχρονα απαγορεύσει τη μετάφραση των βιβλίων της στα ιταλικά.
Πρωτοφανές αλλά και δηλωτικό της gentrification: δεν χρειάζεται να ξέρει ο κοσμάκης τι γράφεται για την πόλη και την κοινωνία του. Ένα τέτοιο βέτο βέβαια είναι ασυμβίβαστο με τη δημοκρατία των βιβλίων και αίσχος, κατά τη γνώμη μου. Στη θέση της θα ντρεπόμουν να βγω από το σπίτι μου –διότι η Ντόνα Λεόν έχει επιπλέον εγκατασταθεί στη Βενετία, εκεί όπου χάρη στον οραματιστή και ουμανιστή τυπογράφο Άλδο Μανούτιο πριν 500 χρόνια εκδόθηκαν για πρώτη φορά τα βιβλία με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα: μικρά, εύχρηστα και φτηνά. Ειρήσθω εν παρόδω, ο χαρακτήρας του αστυνόμου και η παρουσίαση της πόλης δεν ξεφεύγουν από τα στερεότυπα.
Το μεγαλύτερο όμως σκάνδαλο, με την κλασική έννοια του όρου, κρύβει τα μυστικά του στα θολά νερά της λαγκούνας. Είναι το γιγαντιαίο αντιπλημμυρικό σύστημα, γνωστό ως «MoSE» (Modulo Sperimentale Elettromeccanico), για την αντιμετώπιση της acqua alta. Το έργο είναι φαραωνικό, κι ας πήρε συμβολικά το όνομα του Μωϋσή. Στα τρία ανοιχτά περάσματα της λιμνοθάλασσας κατασκευάζoνται 78 πλωτά «κοιμώμενα» φράγματα, έτοιμα να σηκωθούν σε κάθετη διάταξη σε περίπτωση που η στάθμη του νερού ανέβει πάνω από τα 110 εκατοστά.
Είναι το μεγαλύτερο δημόσιο έργο των τελευταίων ετών στην Ιταλία και εξελίχτηκε στη μεγαλύτερη πηγή διαπλοκής, αδιαφάνειας και υπεξαίρεσης δημόσιου χρήματος. Στο βιβλίο «Μose. La retata storica» (η μεγάλη επιδρομή, σε ελεύθερη απόδοση) οι δημοσιογράφοι του Gazettino, της μεγαλύτερης εφημερίδας της Βενετίας, περιγράφουν λεπτομερώς τη συνεργασία δικαστικών και οικονομικών λειτουργών για την παρακολούθηση των ύποπτων συναλλαγών στα μεγαλοπρεπή γραφεία του Consorzio, εκεί όπου επιχειρηματίες, υπουργοί, ενίοτε και πρωθυπουργοί έκλειναν συμφωνίες (περίπου σαν ταινία του Κόπολα). Το κόστος του έργου έφτασε τα 5,5 δις ευρώ και, φυσικά, δεν έχει ακόμα παραδοθεί σε λειτουργία.
Ο δήμαρχος
Πολιτικά, από προπύργιο της κεντροαριστεράς για πολλά χρόνια, η Βενετία έχει μετακινηθεί δεξιότερα. Ο δήμαρχος Luigi Brugnaro είναι κομματικά ανεξάρτητος, κεντροδεξιός, επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης της ομάδας μπάσκετ Reyer Venezia Mestre. Έκανε την έκπληξη στις δημοτικές εκλογές του 2015 απέναντι στον Felice Casson, διακεκριμένο δικαστικό, γερουσιαστή και πρώην δημοτικό σύμβουλο της Βενετίας με το Δημοκρατικό κόμμα. Με την εκλογή του Brugnaro η Βενετία συγκλίνει με την δεξιά και κεντροδεξιά πολιτική της περιφέρειας του Βένετο, που στηρίζει τη Λίγκα και ζητά διεύρυνση της αυτονομίας, όπως φάνηκε στο μη δεσμευτικό δημοψήφισμα τον περασμένο Οκτώβριο, με βασικό επίδικο τη φορολογική πολιτική.
Στυλιστικά, αλλά όχι μόνο, ο δήμαρχος δανείζεται πολλά στοιχεία από Τραμπ και Μπερλουσκόνι. Με τις δηλώσεις του γίνεται πολύ συχνά θέμα (δεν θέλει gay pride στη Βενετία ‘του’, θα πουλήσει έργα τέχνης για να αντιμετωπίσει το χρέος «αλλά όχι βενετσιάνων καλλιτεχνών», όποιος φωνάξει αλλαχού ακμπάρ, θα πυροβολείται κλπ.) αλλά από πολιτική, αυτοσχεδιασμός.
Κατά τα λοιπά, η Βενετία δεν είναι πόλη, είναι έρωτας. Κι ας έχεις ξαναπάει, κι ας έχει πολύ κόσμο, κι ας τραβούν συνέχεια φωτογραφίες (μάτια δεν έχουν οι άνθρωποι;), δεν είναι κλισέ παρά μια μεγάλη αλήθεια ότι η πόλη είναι μοναδική, υπέροχη και πουθενά αλλού δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο. «Η πιο όμορφη πόλη στη Δύση» είχε πει ο Άντονυ Μπουρνταίν σ’ένα από τα διάφορα επεισόδια του για τη Βενετία ο ίδιος βρισκόταν πάνω σε σκάφος στη λαγκούνα και η σκηνή στο σύνολό της είχε μια γοητεία απίθανη.
Τις μέρες που πήγαμε φυσούσε στην αρχή παγωμένη bora, ο βενετσιάνικος βοριάς, και κάποιο πρωί είδαμε για λίγο το caligo, την ατμοσφαιρική ομίχλη της Βενετίας, που όμως δεν ήταν τόσο πυκνή ώστε να διακόψει την κυκλοφορία στη λαγκούνα, όπως γίνεται κάποιες φορές το χειμώνα. Όταν όμως ο ήλιος βγήκε λίγο μετά, έλαμψαν το παλάτι των Δόγηδων και ο Σαν Μάρκο όπως στους πίνακες του Καναλέτο.
Από τα σποτ της προσωπικής σου μυθολογίας, είναι αδύνατο να τα εντοπίσεις όλα, άλλα τα ξεχνάς, άλλα τα προσπερνάς, όμως στο τέλος ανακαλύπτεις πολύ περισσότερα αντί γι ‘αυτά.
Tο επιβλητικό εσωτερικό του Arsenale, εκεί που κατασκευαζόταν μια γαλέρα την ημέρα κι ο Δάντης είχε πει ότι ο ήχος της Κόλασης πρέπει να μοιάζει με τα σφυροκοπήματα του Αρσενάλε, το πρώτο εβραϊκό γκέτο στην Ευρώπη που θα έδινε το όνομά του (από το βενετσιάνικο ‘χυτήριο’) στις απανταχού αποκλεισμένες γειτονιές των εβραίων, το νοσοκομείο της Βενετίας με τον πλωτό σταθμό πρώτων βοηθειών, το μακρόστενο νησάκι της Τζιουντέκα που είναι σε φάση Μπρούκλιν της Βενετίας. Καθώς το βαπορέττο κατέβαινε αργά το βράδυ στο μεγάλο Κανάλι και κόλλησε κάπου για ώρα, κοντά στο Ca’ Rezzonico φάνηκε πολύ καθαρά το σαλόνι ενός μεγάρου, με τα φωτιστικά, τους πίνακες κι έναν ηλικιωμένο να κινείται αργά και στο τέλος να κλείνει το παράθυρο και να τραβάει τις κουρτίνες.
Γάτες δεν είδαμε σχεδόν καμιά (έχουν γραφτεί πολλά για την περίφημη βενετσιάνικη ράτσα suriàn που σε περιόδους χολέρας εντόπιζε τον δηλητηριώδη ποντικό που έφερνε την αρρώστια), αντίθετα πολλά, πολλά σκυλιά.
Η Βενετία μισή ξηρά -μισή λιμνοθάλασσα, θολά νερά και τενάγη, μπουγάδες που ανεμίζουν, περίτεχνες εξώπορτες αρχοντικών κατευθείαν στη θάλασσα, μικρά και μεγαλύτερα εικονοστάσια στα στενά, πλωτά μανάβικα, γόνδολες που γλιστράνε στο Μεγάλο και στα μικρά κανάλια, η παλίρροια πότε ξεσκεπάζει τα λιωμένα υποστυλώματα των σπιτιών και πότε ξεβράζει σκουπίδια και καβούρια, ιμπρεσιονιστικές εικόνες φθοράς και θλιμμένης μαγείας, λιοντάρια φτερωτά, καθισμένα ή κορδωτά, υπερμεγέθεις γλάροι (αληθινοί αυτοί), καμπαναριά, καμινάδες, αγάλματα, πηγάδια, λουλούδια, η θέρμη της απλότητας του Νότου μαζί με αιώνες βυζαντινο-γοτθικο-αναγεννησιακής συμπυκνωμένης ιστορίας.
Εντωμεταξύ, ανακατεμένους με το πλήθος, αναγνωρίζεις πού και πού κάποιους από τους εναπομείναντες κατοίκους, «the few and the proud» όπως τους είχε πει ο Άντονυ, να προσπερνούν με σίγουρο, βιαστικό βήμα τους σκυμμένους στο χάρτη ή συγκεντρωμένους στην κάμερα τουρίστες, για να πάνε στις δουλειές και τα ψώνια τους.
Ο ιταλικός αέρας σε σπίτι της Πλάκας