Θεωρούμε σκόπιμο, αντί προλόγου, να σας δώσουμε μια μικρή περιγραφή του Κιρκιντζέ, έτσι όπως την παρουσιάζει η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου:
«Αν υπάρχει αυτό που λένε παράδεισος, το χωριό μας, ο Κιρκιντζές, ήταν ένα δείγμα του. Κοντά στο Θεό ζούσαμε, ψηλά, ανάμεσα σε κατάφυτα βουνα, και ξαγναντεύαμε ολόκληρο τον καρπερό κάμπο της Έφεσος, που ήτανε δικός μας ίσαμε τη θάλασσα, ώρες δρόμο, όλο συκομπαχτσέδες και λιόδεντρα, καπνά, μπαμπάκια, στάρια, καλαμπόκια και σουσάμια. Μεγαλοτσιφλικάδες δεν είχαμε στον Κιρκιντζέ να ρουφούν το μεδούλι μας. Δύσκολο να μας φάει εμάς, κείνη την εποχή, τα’ αμανάτι. Ο κάθε χωριανός ήτανε νοικοκύρης στη γη του. Είχε το δίπατο σπίτι του, είχε και τον εξοχικό κούλα του, με μποστάνια, καρυδιές, μυγδαλιές, μηλιές, αχλαδιές και κερασιές. Και δεν ξεχνούσε να φυτεύει κι ανθόκηπους για το κέφι του. Τι του στοίχιζε σαν είχε εκείνα τα γάργαρα νερά και τα πηδηχτά ρυάκια, που κελάριζαν χειμώνα – καλοκαίρι!…».
Ο Κιρκιντζές σήμερα είναι ένα χωριό 600 κατοίκων, στα τουρκικά ονομάζεται Σιρίντζε (Sirince) και φωλιάζει στις πλαγιές των λόφων του βουνού Ovacik Dag, σε υψόμετρο 400-500 μέτρα. Βρίσκεται σε απόσταση 59 χλμ. ΝΑ από τη Σμύρνη, 37 χλμ. από το Αϊδίνι, 2 χλμ. από την Έφες, 8 από την Έφεσο και 18 από το Κουσάντασι.
Για την προέλευση του ονόματος υπάρχουν δυο ερμηνείες. Η μία αναφέρει πως προέρχεται από την τουρκική λέξη kirkinci, που σημαίνει «τεσσαρακοστά». Σύμφωνα με τη δεύτερη προέρχεται από την τουρκική λέξη kirkince, που σημαίνει «ασχημούλης». Στα ελληνικά έγγραφα το χωριό αναφερόταν ως «Ορεινή Έφεσος». Μετά την αποχώρηση των Ελλήνων από το χωριό ονομάστηκε Sirince, δηλαδή «ομορφούλης».
Χριστιανοί, αλλά Τουρκόφωνοι.
Ακριβή στοιχεία για την ίδρυση του χωριού δεν υπάρχουν. Διάφορες εκδοχές την τοποθετούν ανάμεσα στον 11ο και τον 17ο αιώνα. Πάντως από το 1747 αναφέρουν το όνομα του χωριού ταξιδιώτες της εποχής.
Οι πρώτοι κάτοικοι του Κιρκιντζέ ζούσαν στο Αγιασολούκ (Έφεσο) και εγκατέλειψαν τον τόπο τους λόγω των ενοχλήσεων που δέχονταν από τους Γενίτσαρους.
Το 1747 ο Κιρκιντζές κατοικούνταν από Χριστιανούς Ορθόδοξους. Το 1832 υπήρχαν 350 σπίτια και 1500 κάτοικοι, όλοι χριστιανοί, αλλά τουρκόφωνοι. Δεν ήξεραν ελληνικά, αλλά μερικοί διάβαζαν καραμανλίδικα. Ελληνικά μιλούσαν ελάχιστοι, κυρίως αυτοί που είχαν εμπορικές σχέσεις σε πόλεις που κατοικούσαν Έλληνες, όπως το Αϊδίνι. Οι ιερείς του χωριού στις εκκλησίες χρησιμοποιούσαν την ελληνική και τουρκική γλώσσα.
Στα τέλη του 19ου αι. στο χωριό κατοικούσαν και λίγοι μουσουλμάνοι, που είχαν αναλάβει κρατικές δουλειές, κυρίως φοροεισπράκτορες. Την ίδια περίοδο (1892) αναφέρεται ότι στον Κιρκιντζέ κατοικούσαν περισσότερα από 4.000 άτομα. Στις αρχές του 20ου αι. υπήρχαν 1.600 σπίτια και κάτοικοι 8.000 –σύμφωνα με μαρτυρίες. Άλλες πηγές, αναφέρουν ότι το 1919 οι κάτοικοι ήταν 7.000 (όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι), ενώ το 1921 μειώθηκαν σε 3.500. Η ενδυμασία τους δεν διέφερε από την τουρκική, δηλαδή οι γυναίκες κάλυπταν το πρόσωπό τους και οι άνδρες οπλοφορούσαν.
Η κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η γεωργία και βασικό προϊόν τα σύκα. Επίσης παράγονταν λάδι (το μεγάλο έσοδο του χωριού), ελιές, βαμβάκι, όσπρια και μετάξι. Από το μετάξι ύφαιναν πουκάμισα, μαντήλια, τραπεζομάντιλα και σεντόνια. Οι ντόπιοι είχαν συκοπερίβολα και αρκετοί από αυτούς χωράφια η και καταστήματα στο Αγιασολούκ, όπου έμεναν από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο. Για τη συγκομιδή των σύκων έρχονταν στο χωριό εποχικοί εργάτες από την Κω, τη Μυτιλήνη, τα Σώκια, το Κουσάντασι, το Αϊδίνι και αποτελούσαν το κατ’ εξοχήν εξαγώγιμο στη Δύση εμπόρευμα.
Στον Κιρκιντζέ υπήρχαν τέσσερις συνοικίες: Ο Απάνω Μαχαλάς, ο Κάτω Μαχαλάς, το Γκοζλούκ Μαχαλεσί και το Ασακί τσαρσί (Αϊβαλί τσαρσί), όπου υπήρχαν κυρίως καφενεία. Οι συνοικίες χωρίζονταν από ένα ρέμα που περνούσε ανάμεσά τους. Στο χωριό λειτουργούσε ένα μεγάλο κοινοτικό ελαιοτριβείο και πολλοί νερόμυλοι.
Στη συνοικία Γκοζλούκ Μαχαλεσί υπήρχαν τα πιο πολλά μαγαζιά. Απ’ όπου αγόραζαν είδη οι ντόπιοι, αλλά και άνθρωποι από κοντινά χωριά. Επειδή δεν υπήρχε παζάρι οι κάτοικοι πήγαιναν σε γειτονικά χωριά, όπως το Γερμεντζί (17 χλμ.) και το Τεπίκιοϊ (24 χλμ.) και για περισσότερα ψώνια έφταναν μέχρι τη Σμύρνη. Για να αλέσουν πήγαιναν στο μουσουλμανικό χωριό Μπελεβί (7 χλμ.), επειδή εκεί υπήρχε αλευρόμυλος.
Το χωριό, αρχικά, ως το 1915, ήταν μουδουρλίκι, αλλά μετατράπηκε σε μουχταρλίκι. Στον Κιρκιντζέ υπήρχε σταθμός Χωροφυλακής με 10 χωροφύλακες και Ταχυδρομείο.
Οι δημογέροντες (τσορμπατζήδες) ήταν πάνω από τέσσερις. Εκλέγονταν από τους κατοίκους και αναλάμβαναν την είσπραξη των φόρων για λογαριασμό του Κράτους, την ενημέρωση των καταλόγων θανάτων και γεννήσεων, συντηρούσαν το σχολείο και τις εκκλησίες, φρόντιζαν για τον διορισμό και την πληρωμή των δασκάλων και ιερέων. Η μοναδική πηγή εσόδων ήταν οι εισπράξεις από το ελαιοτριβείο. Στην ψηφοφορία για τους δημογέροντες συμμετείχαν όσοι κάτοικοι ήταν άνω των 20 ετών. Οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι ντόπιοι, 45 ετών και άνω και να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι.
Το «Μεγάλο Σχολείο»
Δεν είναι απαραίτητο να έχεις ξεναγό μαζί σου για να καταλάβεις ποιο ήταν το ελληνικό σχολείο. Τι κι αν η πινακίδα του σήμερα γράφει «ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ», τι κι αν στην αυλή που άλλοτε αντιλαλούσαν χαρούμενες παιδικές φωνές τώρα υπάρχουν τραπέζια με κεντητά τραπεζομάντηλα. Το κτίριο του σχολείου κτίσθηκε τον 20ο αι. και αποκαλούνταν «μεγάλο σχολείο» λόγω του μεγέθους του.
Σχολείο στον Κιρκιντζέ υπήρχε από το 1832 με ένα δάσκαλο και δέκα μαθητές. Το 1855 ιδρύθηκε σχολείο στο χωριό από τη φιλεκπαιδευτική εταιρία «Όμηρος» της Σμύρνης. Στις αρχές του 20ου αι. τα σχολεία έγιναν τρία, αρρένων, θηλέων και νηπιαγωγείο. Σε κάθε τάξη δίδασκε διαφορετικός δάσκαλος. Οι μαθητές μιλούσαν υποχρεωτικά ελληνικά και στο σχολείο δεν χρησιμοποιούσαν τουρκικά. Υπήρχε παιδονόμος που πρόσεχε να μη μιλάνε οι μαθητές τουρκικά. Γύριζε ώσπου να σκοτεινιάσει κι αν πάνω στο παιγνίδι ξεχνιόταν και μιλούσαν τουρκικά πήγαινε και έκανε παράπονα στους γονείς. Την περίοδο 1912-1922 στο σχολείο θηλέων δίδασκαν πέντε δασκάλες και σπούδαζαν 250 μαθήτριες. Στο σχολείο αρρένων τρεις δάσκαλοι δίδασκαν 370 μαθητές, ενώ το νηπιαγωγείο παρακολουθούσαν 260 νήπια. Το αρρεναγωγείο μαζί με το νηπιαγωγείο βρίσκονταν στον αυλόγυρο του Αγίου Ιωάννου. Στο αρρεναγωγείο δίδασκαν δυο δάσκαλοι. Το παρθεναγωγείο βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Κατευθύνομαι στη γειτονιά του Απάνω Μαχαλά, στα βόρεια του χωριού. Εδώ υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου γινόταν το μεγαλύτερο πανηγύρι του χωριού, συνήθως με την παρουσία του Μητροπολίτη. Σήμερα τίποτα δεν θυμίζει τις παλιές καλές μέρες. Η εκκλησία είναι στην κυριολεξία ερείπιο και φάντασμα. Οι διαστάσεις της θυμίζουν περισσότερο μεγάλο ξωκλήσι και ίσως να είναι αυτό που αναφέρουν χωρίς όνομα οι περιηγητές από το 1747.
Γύρω από το χωριό υπήρχαν πολλά ξωκλήσια, όπως του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Τριάδας, του Αρχάγγελου, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, της Αγίας Κυριακής, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Αθανασίου. Έξω από το χωριό βρισκόταν η τοποθεσία της Παναγίας Γαλατερής (Sutlu Panagia), η οποία ήταν ιερή και για τους μουσουλμάνους. Ονομάστηκε έτσι γιατί από ένα βράχο έτρεχε νερό (κάποιες φορές και γάλα, σύμφωνα με την παράδοση), που θεωρούνταν θαυματουργό.
Περίπατος σε γραφικά σοκάκια
Περνώ από πα ραδοσια κά πέτρινα σπίτια και γραφικά σοκάκια. Σοκάκια ανηφορικά και τόσο στενά, ώστε δεν χωρά να περάσει ούτε κάρο. Τα περισσότερα σπίτια είναι διώροφα. Έχουν από 2-6 δωμάτια, οι σκεπές είναι με κεραμίδια και δ εν έχουν ταράτσες. Παλιά κάθε σπίτι είχε υπόγειο, το οποίο χρησιμοποιο ύνταν ως αποθήκη η στάβλος. Τα οικοδομικά υλικά έρχονταν από τη Σμύρνη, τα κεραμίδια από το Αγιασολούκ και τα μάρμαρα από το Γιαταγάν. Το χτίσιμο των σπιτιών αναλάμβαναν οι Καρπάθιοι και Μυτιληνιοί τεχνίτες που κατοικούσαν στο χωριό. Τη μέρα που άρχιζε το κτίσιμο έπαιρναν παπά να κάνει αγιασμό και σ’ ένα μπουκάλι βάζανε στο θεμέλιο. Σφάζανε και κόκορα για να φάνε οι μαστόροι. Όταν τέλειωνε το χτίσιμο και πήγαιναν το κλειδί ο ιδιοκτήτης έδινε δώρο χρήματα, λάδι και σύκα.
Η ύδρευση στον Κιρκιντζέ γινόταν από την πηγή Μάγαρα, που βρισκόταν στο βουνό του Προφήτη Ηλία. Το 1892 με δωρεά που έκανε ο Χατζηδημητρίου στη συνοικία Γκοζλούκ Μαχαλεσί χτίστηκε κρήνη.
Στον Κάτω Μαχαλά βρίσκεται (υποτυπωδώς αναστηλωμένη σήμερα) η μεγαλύτερη εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, που χτίστηκε το 1805 και επισκευάστηκε το 1904. Ήταν η μητρόπολη του Κιρκιντζέ και σ’ αυτή φυλάσσονταν το θεωρούμενο χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Αγίου Ιωάννου. Η εκκλησία ήταν τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και είχε διαστάσεις 20,20Χ13,40μ.
Μετά την Κυριακάτικη λειτουργία, ο κόσμος κάθονταν σε τραπέζια από καρυδιά και μάρμαρο, απολαμβάνοντας καφέ και γλυκίσματα. Μόνοι Τούρκοι στο χωριό είναι ο Τουρκοκρητικός καφετζής και ο χωροφύλακας. Όσοι από τους κατοίκους πήγαιναν για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα πριν την αναχώρηση πήγαιναν στην εκκλησία και γινόταν λειτουργία, ενώ μετά τρεις μήνες, όταν επέστρεφαν, οι συγχωριανοί τους υποδέχονταν με μουσική.
Το χωριό υπάγονταν στη Μητρόπολη Ηλιουπόλεως και Θυατείρων με έδρα το Αϊδίνι.
Στα νότια του χωριού βρισκόταν η συνοικία Γκοζλούκ Μαχαλεσί, δηλαδή ο μαχαλάς με τις καρυδιές.
Οι πρώτες τριβές
Το κύμα μετανάστευσης προς το χωριό ξεκίνησε πριν τη Μικρασιατική καταστροφή και οι μετανάστες (περίπου 100 οικογένειες) ήταν εργάτες από την Κρήτη, τη Σάμο, την Κάρπαθο, τη Μυτιλήνη, την Κύπρο, την Καισάρεια και το Ικόνιο.
Στον πρώτο διωγμό των ελληνορθόδοξων που έγινε το 1914 οι χριστιανοί του Κιρκιντζέ δεν εκδιώχθηκαν, ενδεχομένως λόγω της απομόνωσης του χωριού. Όταν όμως από το 1914 μέχρι το 1917 έφτασαν Τουρκοκρητικοί πρόσφυγες, άρχισαν οι πρώτες τριβές με τους ντόπιους, ακολούθησαν συμπλοκές και σημειώθηκαν φόνοι. ’Ωσπου ήρθε η Μικρασιατική καταστροφή και το χωριό εγκαταλείφθηκε από τους χριστιανούς κατοίκους του.
Το 1947, ο Σαχμπατίν Αλή Μπέη στο διήγημά Circince (Τσιρκίντζε) δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Σοκάρεται από την ερημωμένη όψη των σπιτιών, την εγκατάλειψη των κτημάτων και την ανικανότητα των νεοαφιχθέντων, πρώην καπνεργατών, να καλλιεργήσουν τα κλήματα και τα σύκα. Αξίζει να σημειωθεί πως δυο χρόνια μετά τη δημοσίευση του διηγήματος ο Σαχμπατίν Αλή δολοφονήθηκε.
«Ο παράδεισος έγινε ρημαδιό» λέει ο Τουρκοκρητικός καφετζής. Ένας χωρικός αναφέρεται στους τυχοδιώκτες, που αναζητώντας «πού κρύψανε οι άτιμοι γκιαούρηδες τα λεφτά τους» είχαν ανασκάψει όλα τα σπίτια για να βρουν θησαυρούς, πριν φτάσουν οι Μουσουλμάνοι πρόσφυγες.
Το χωριό σήμερα
Ποια είναι η εικόνα στο χωριό σήμερα; Ο Κιρκιντζές ανέκαμψε. Τα σπίτια του έχουν ανακαινισθεί και η κακώς εννοούμενη τουριστική ανάπτυξη δεν τον άγγιξε. Οι χωριάτισσες πωλούν στις αυλές δαντέλες, χειροτεχνήματα, μαρμελάδες, σταφίδες, σαπούνια, μπαχαρικά, αποξηραμένα λουλούδια, κουκλάκια, ενώ φημισμένα είναι τα φρούτα και το κρασί από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή. Είναι ένα χωριό διατηρητέο, ίσως το ομορφότερο στην Τουρκία, σίγουρα το μόνο που υμνείται στη λογοτεχνία δυο λαών.
Στον Κιρκιντζέ μπορείς να πας από το Σελτζούκ (Αγιασολούκ), για το οποίο υπάρχουν πολλά λεωφορεία από τον Μαρμαρά, τη Σμύρνη και το Κουσάντασι.
Καλή ιδέα είναι να χρησιμοποιήσεις το χωριό σαν βάση για να εξερευνήσεις την Έφεσο. Στον Κιρκιντζέ αντί για πολυτελή ξενοδοχεία θα βρεις κουκλίστικους πέτρινους ξενώνες με έπιπλα αντίκες, όπως το Kırkınca Houses Hotel, το Nisanyan Hotel, το Sirince Evleri, η Pension Kilise Alti, η Pension Dionysos και η Pension Diva.
Οι ρυθμοί ζωής είναι ήσυχοι, χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες. Χορταίνεις οξυγόνο και ηρεμεί το μυαλό.