To αρχοντικό Μαρκεζίνη στη Μεσσαριά της Σαντορίνης ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων και περίτεχνων οικοδομημάτων που κατασκευάστηκαν στο νησί μετά το 1800.
Δημιουργήθηκαν όταν η οικονομική ανάπτυξη έδωσε σε μέλη της τοπικής κοινωνίας την ευκαιρία για την κατασκευή κτιρίων προβολής.
Η αρχιτεκτονική των μνημειωδών αρχοντικών «αντιπαρατέθηκε» στην αισθητική της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που είχε διαμορφωθεί μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες.
Αρχιτεκτονική που χαρακτηρίστηκε από την απλότητα του δομημένου περιβάλλοντος και την πλαστικότητα των κτιριακών όγκων. Η διάταξη των χώρων στα λιθόκτιστα αρχοντικά ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Τα αρχοντικά βρίσκονται μέσα στους οικισμούς και η σχέση τους με το γειτονικό περιβάλλον έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στις περισσότερες περιπτώσεις η νέα κατασκευή «αγνοούσε» τις υπάρχουσες δεσμεύσεις του άμεσου πολεοδομικού χώρου, τόσο σε ό,τι αφορούσε στη σύνδεσή του με αυτό, όσο και στην κλίμακά του. Ο στόχος ήταν το κτίριο να προβάλλεται και να γίνεται κυρίαρχο στοιχείο του μικροπεριβάλλοντος, στο οποίο ανήκε.
Τα περισσότερα αρχοντικά της Μεσσαριάς των τελευταίων δεκαετιών του 19ου και των πρώτων του 20ού αιώνα, διέθεταν στοιχεία νεοκλασικά, εκλεκτικιστικά ή υστεροαναγεννησιακά, με μεγάλους κτιριακούς όγκους.
Το συγκεκριμένο αρχοντικό ανήκε για πολλές γενεές στην αριστοκρατική οικογένεια Μαρκεζίνη. Το αρχοντικό είναι διώροφο κτίσμα, χωρίς καθόλου υπόσκαφο τμήμα, οικοδομημένο σε γωνιαίο οικόπεδο με επίμηκες τραπεζοειδές σχήμα.
Έχει τρεις όψεις, ενώ εφάπτεται στην τέταρτη πλευρά του προς όμορη ιδιοκτησία. Έχει δύο αυλές, μία προς τα ανατολικά, προς την εξωτερική περίμετρο του οικισμού, και μία προς τα δυτικά και προς τον πλαϊνό πεζόδρομο του οικισμού, που είναι η κύρια αυλή.
Το αρχοντικό «ανοιγόταν» προς την εσωτερική αυλή, όπου υπήρχε η κύρια είσοδος της κατοικίας. Όπως αναφέρει η πράξη χαρακτηρισμού του ως διατηρητέου, αποτελεί δείγμα κτιρίου «με ιταλική προέλευση και αναγεννησιακή μορφή».
Πολυτέλεια και… αρμονία στη Σαντορίνη!
Το διώροφο οίκημα δεν κάλυπτε μόνο τις ανάγκες κατοικίας της οικογένειας, αλλά και τη συγκέντρωση της γεωργικής παραγωγής (των σταφυλιών) και τη διαδικασία παραγωγής και φύλαξης του κρασιού. Στο ισόγειο είχε μεγάλο ενιαίο χώρο, την κάναβα, με τη χαρακτηριστική δίφυλλη τοξωτή εξώπορτά της.
Ο χώρος χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη τεσσάρων μεγάλων πεσσών. Στο στενό επίμηκες τμήμα σε επαφή με την όμορη ιδιοκτησία βρίσκονταν δύο πατητήρια με τους αντίστοιχους ληνούς. Όλος ο υπόλοιπος, ενιαίος, μεγάλος χώρος, που καλυπτόταν με έξι σταυροθόλια, αποτελούσε το χώρο αποθήκευσης των βαρελιών.
Ο όροφος του οικήματος στέγαζε την κατοικία, με δωμάτια που αναπτύσσονταν γύρω από την κεντρική σάλα. Ένα δωμάτιο του ορόφου ήταν δομημένο επάνω από τον πλαϊνό πεζόδρομο, δημιουργώντας το διαβατικό.
Η κεντρική σάλα όπως και δύο από τα δωμάτια καλύπτονταν με σκαφοειδείς θόλους. Άλλα τρία δωμάτια καλύπτονταν με σταυροθόλια, ενώ ο χώρος της εισόδου, η κουζίνα και δύο μικρότεροι χώροι με ημικυλινδρικούς θόλους.
Η κύρια πρόσοψη ήταν διακοσμημένη με παραστάδες, ανάμεσα στις οποίες διατάσσονταν η κύρια είσοδος και τα παράθυρα. Το συνολικό ύψος της πρόσοψης στον όροφο είναι μοιρασμένο σε δύο ζώνες.
Ο χωρισμός των προσόψεων σε δύο ή τρεις ζώνες και η αυστηρή συμμετρία μαρτυρούν δυτικές (αναγεννησιακές) επιδράσεις. Στον εξώστη και στη χαμηλότερη στάθμη χρησιμοποιήθηκε βαμμένο επίχρισμα. Η μεικτή διαμόρφωση των προσόψεων είναι δυτικότροπη και συνηθισμένη στα αρχοντικά της εποχής, με ρίζες πιθανόν αναγεννησιακές, μοναδική στον ελλαδικό χώρο. Η κύρια είσοδος έχει ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή. Πλαισιώνεται από δύο μαρμάρινους ημικίονες, που φέρουν κιονόκρανα.
Επάνω από την κύρια είσοδο υπάρχουν χαρακτηριστικός ημικυκλικός φεγγίτης και κεντρικό τόξο, που διαμορφώνεται από μικρότερα κοίλα τόξα. Στο υπέρθυρο της αυλής υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με τη χρονολογία 1880.
Μετά από πολυετή διαδικασία αδειοδότησης και επιμελούς επισκευής, το αρχοντικό μετατράπηκε σε ένα συγκρότημα με πέντε πολυτελείς σουίτες, ενώ τμήμα του ορόφου εξυπηρετεί τις κοινόχρηστες λειτουργίες του ξενοδοχείου.
Η αποκατάσταση έγινε με πρωταρχικό γνώμονα την πλήρη επαναφορά των εξωτερικών αλλά και εσωτερικών χώρων στην αρχική τους μορφή, με σεβασμό στη μορφολογία και στη χρήση ντόπιων υλικών, όπως του πατητού τσιμεντοκονιάματος και του χρωματιστού επιχρίσματος.
Τα εξωτερικά ψηφιδωτά δάπεδα, ο ζωγραφικός διάκοσμος των σκαφοειδών θόλων αλλά και τα ξύλινα δάπεδα επιδιορθώθηκαν από τις φθορές των προηγούμενων δεκαετιών.